Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Ο πολλαπλασιασμός των άρτων (Κυριακή Η’ Ματθαίου: Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


πηγή


(Ματθ. ιδ’ 14-22)
Όλα όσα κάνει ο Ύψιστος, είναι απαραίτητα. Δεν κάνει τίποτα άσκοπο, τίποτα υπερβολι­κό, τίποτα που να μη χρειάζεται. Γιατί μερικοί άνθρωποι περιφέρονται τόσο άσκοπα και κάνουν τόσο αδιάφορα πράγματα; Επειδή δεν είναι βέβαιοι για το σκοπό της ζωής τους, για τον προορισμό τού επίγειου ταξιδιού τους. Γιατί μερικοί άνθρωποι υπερ­φορτώνονται με άσκοπες υποχρεώσεις, προβαίνουν σε υπερβολικές ενέργειες, σε σημείο που να μην μπορούν να κινούνται ελεύθερα κάτω από τέτοιο βάρος υποχρεώσεων; Επειδή δε γνωρίζουν το ένα πράγμα, «ού εστι χρεία».
Για να βοηθήσει ο Κύριος τον άνθρωπο να μαζέψει το διασκορπισμένο νου του, να θεραπεύσει τη διχα­σμένη καρδιά του και να συγκροτήσει την ανεξέλεγκτη δύναμή του, αποκάλυψε τον ένα και μοναδικό στόχο που είναι απαραίτητος: τη Βασιλεία του Θεού. Πόσο άσκοπη είναι αλήθεια η ζωή τού ανθρώπου που αγω­νίζεται να επιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο αναί­σθητη είναι η διχασμένη καρδιά! Πόσο αδύναμη είναι η θέληση, όταν η δύναμή της κατακερματίζεται!
Ενός εστι χρεία. Μόνο ένα πράγμα μας χρειάζεται: η Βασιλεία τού Θεού. Ο θαυματουργός Χριστός προ­σπάθησε να στρέψει τα μάτια και την προσοχή όλων των ανθρώπων προς αυτόν τον προορισμό. Όποιος σκέφτεται έτσι, έχει ένα μόνο στόχο: το Θεό. Ένα αίσθημα: την αγάπη. Μια νοσταλγία: να πλησιάσει το Θεό. Μακάριος είναι εκείνος που έφτασε σ’ αυτό το μέτρο. Ο άνθρωπος αυτός έχει γίνει σαν το φακό που συγκεντρώνει τις ακτίνες τού ήλιου για να δημι­ουργήσει φωτιά.
Τα λόγια που είπε ο Χριστός στη Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δέ εστι χρεία» (Λουκ. ι’ 41, 42), ήταν στην πραγματικό­τητα ένας έλεγχος, μια προειδοποίηση στον κόσμο ολόκληρο. Κι αυτό το ένα που έχουμε πραγματική ανάγκη, είναι η Βασιλεία τού Θεού (βλ. Ματθ. στ’ 33). Για όλα όσα είπε και έκανε ο Κύριος, είχε στο νου του το στόχο αυτό. Εκεί είχε συγκεντρωθεί όλη η φλόγα που φωτίζει τους ταξιδιώτες εκείνους που περιφέρονται γύρω από τις χαράδρες και τους ανε­μοστρόβιλους της πρόσκαιρης αυτής ζωής.
Όλα όσα κάνει ο Ύψιστος, είναι απαραίτητα. Τα πάντα γίνονται μ’ αυτόν τον ύψιστο, το μοναδικό στό­χο. Όλα είναι απαραίτητα, τόσο τα λόγια που λέει όσο και τα έργα που κάνει. Δεν υπάρχει ούτε ένας αργός λόγος, ούτε ένα αχρείαστο έργο. Και πόσο καρποφόρα ήταν τα λόγια και τα έργα Του! Πόσα εκατομμύρια φορές έχει καρποφορήσει κάθε λόγος και κάθε Του πράξη, ως τις μέρες μας! Πόσο γλυκός, ευωδιαστός και ζωογόνος είναι ο καρπός αυτός!
Γιατί ο Κύριος δε μετέτρεψε τις πέτρες σε ψωμιά όταν του το ζήτησε ο σατανάς; Σε δυο μεταγενέστερες περιπτώσεις, όταν γύρω του υπήρχε ένα πεινασμένο πλήθος, πολλαπλασίασε το λίγο ψωμί σε μια τεράστια ποσότητα, ώστε μετά τη διατροφή τού πλήθους, πε­ρίσσεψε περισσότερο ψωμί απ’ όσο ήταν αρχικά. Το πρώτο θαύμα όμως (η μετατροπή των λίθων σε ψωμί), ήταν κάτι αδόκιμο, ανάρμοστο, άτοπο. Το δεύτερο θαύμα (ο πολλαπλασιασμός των άρτων) ήταν κατάλ­ληλο, απαραίτητο και ταιριαστό.
Γιατί ο Κύριος δεν έδωσε «σημείον εκ του ουρα­νού» στους Φαρισαίους, όταν του το ζήτησαν; Δεν έδωσε τέτοια σημεία από τον ουρανό σε αμέτρητες περιπτώσεις, όπως σε θαύματα-θεραπείες άρρωστων, λεπρών, δαιμονισμένων, δεν ανέστησε νεκρούς; Κάθε σημείο από τον ουρανό στους φθονερούς Φαρισαίους όμως θα ήταν ανάρμοστο, ακατάλληλο και υπερβο­λικό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν κατάλληλο, απαραίτητο και ταιριαστό.
Γιατί ό Κύριος δε μετακίνησε όρη από ένα σημείο σε άλλο ή δεν τα έριξε στη θάλασσα; Θα μπορούσε να το κάνει κι αυτό, δεν υπάρχει αμφιβολία. Γιατί λοιπόν δεν το έκανε; Εκείνος που μπορούσε να διατάξει την τρικυμισμένη θάλασσα και να γαληνέψει, τους ανέμους και να ηρεμήσουν, σίγουρα θα μπορούσε να μετακι­νήσει όρη και να τα ρίξει στη θάλασσα. Ποιό σκοπό όμως θα είχε υπηρετήσει έτσι; Κανέναν. Γι’ αυτό κι ο Κύριος δεν έκανε τέτοιο θαύμα. Υπήρχε όμως μεγάλη ανάγκη να γαληνέψει η θάλασσα και να ηρεμήσει ο άνεμος, γιατί υπήρχαν άνθρωποι που έκραζαν για βοήθεια, επειδή κινδύνευαν να πνιγούν.
Μόνο οι δαίμονες κι οι αμαρτωλοί ζητούν από το Χριστό θαύματα που είναι υπερβολικά κι αχρείαστα, όχι απαραίτητα. Προσέξτε τι ανόητα πράγματα ζήτησε ο σατανάς από τον Κύριο: να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά στην έρημο, να πηδήσει κάτω από το πτερύγιο του ναού! Κοιτάξτε τώρα και τους σκληροτράχηλους αμαρτωλούς, τους Φαρισαίους. Είχαν δει πολλά θαύ­ματα του Χριστού, που τά ‘κανε όλα για να βοηθήσει τους ανθρώπους. Και του ζητούσαν έπειτα να κάνει κάποια άσκοπα κι ανώφελα θαύματα, όπως το να ρίξει κάποιο βουνό στη θάλασσα! Ο Κύριος αρνιόταν να κάνει τέτοια θαύματα, να ικανοποιήσει τέτοιες απαι­τήσεις του διαβόλου και των υποκριτών. Ποτέ όμως δεν αρνήθηκε να κάνει θαύματα που ήταν απαραίτητα, επειδή υπηρετούσαν τη σωτηρία των ανθρώπων.
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα τέτοιο απαραίτητο και χρήσιμο θαύμα: τον πολλαπλα­σιασμό των άρτων στην έρημο. Αυτή δεν ήταν κάποια ακατοίκητη έρημος, μια έρημος όπου μόνο ο διάβολος κατοικούσε. Ήταν μια έρημος όπου βρέθη­καν πάνω από δέκα χιλιάδες πεινασμένοι άνθρωποι. Το συμπέρασμα για τον αριθμό τους προκύπτει απ’ όσα γράφει ο ευαγγελιστής, πως το πλήθος ήταν πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς να συνυπολογίσει τις γυναίκες και τα παιδιά.
«Και εξελθών ο Ιησούς είδε πολύν όχλον, και εσπλαγχνίσθη επ’ αυτοίς και εθεράπευσε τους αρρώ­στους αυτών» (Ματθ. ιδ’ 14). Αυτό έγινε την εποχή που ο βασιλιάς Ηρώδης είχε αποκεφαλίσει τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Κι όταν το άκουσε αυτό ο Ιησούς επιβιβάστηκε σ’ ένα πλοίο κι αναχώρησε «εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν» (Ματθ. ιδ’ 13). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Μερικοί αναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες, άλλοι λιγό­τερες. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, ο Κύριος μπήκε στο πλοίο κοντά στην Τιβεριάδα και πέρασε στο απέναντι μέρος της θάλασσας τής Γαλιλαίας, που ονομάζεται και θάλασσα της Τιβεριάδας. Ο Λουκάς λέει πως «υπεχώρησε κατ’ ιδίαν εις τόπον έρημον πόλεως καλούμενης Βηθσαϊδά» (θ’ 10).
Το συνήθιζε ο Κύριος ν’ αποσύρεται συχνά στην έρημο, σε ερημικές τοποθεσίες και σε βουνά. Το έκανε αυτό για τρεις λόγουςΠρώτο, για να κάνει σύντομα διαλείμματα από τις εντατικές και πολυσχιδείς δρα­στηριότητές Του, ώστε να χωνέψουν κι οι άνθρωποι τις διδαχές Του και τα θαύματα που είχε κάνειΔεύτερογια να δώσει το παράδειγμα στους αποστόλους και σε μας πως είναι απαραίτητο ν’ αποσυρόμαστε, να εισερχόμαστε στο ταμιείο μας(Ματθ. στ’ 6), για να παραμένουμε στην προσευχή μόνοι μας με το ΘεόΗ ησυχία κι η σιωπή καθαρίζουν τον άνθρωπο, τού δι­δάσκουν την υποταγή στο Θεό και τού χαρίζουν πνευ­ματική διαύγεια και δύναμηΤρίτο, για να μας δείξει πως ο καλός και χρήσιμος άνθρωπος δεν μπορεί να κρυφτεί - «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. ε’ 14). Έτσι έδειξε κι επισήμανε ποιος είναι ο πραγματικός τόπος για τους ερημίτες και τους μοναχούς.
Η εκκλησιαστική ιστορία το έχει αποδείξει αυτό χιλιάδες φορές. Δεν υπάρχει ούτε ένας μοναδικός ερη­μίτης, άνθρωπος της προσευχής και θαυματουργός, που να κατόρθωσε να κρυφτεί από τους ανθρώπους.Πολλοί ρωτάνε αναιτιολόγητα: Τί κάνει ο μοναχός στην έρημο; Δε θά ‘ταν καλύτερα ο μοναχός να μένει στον κόσμο, ανάμεσα στους ανθρώπους, και να τους υπηρετεί; Πώς όμως μπορεί να φωτίσει ένα κερί που δεν είναι αναμμένο; Ο μοναχός κουβαλάει την ψυχή του στην έρημο σαν κερί άκαφτο. Τη φέρνει στην έρημο για να την ανάψει με προσευχή, με νηστεία, με περισυλλογή και άσκησηΑν κατορθώσει να την ανάψει, το φως Του θα λάμψει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο κόσμος θα τον ακολουθήσει και θα τον βρει, ακόμα κι αν αυτός κρυφτεί στην έρημο, σε απομακρυσμένα βουνά ή σε απρόσιτες σπηλιές. Όχι, ο μοναχός δεν είναι άχρηστος. Είναι ικανός να γίνει πολύ πιο χρήσιμος στους άλλους από οποιονδήποτε άλλον. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά σ’ αυτήν την περίπτωση από τον Κύριο Ιησού. Μάταια κρυβόταν από τους ανθρώπους στην έρημο, γιατί τα πλήθη τον έβρισκαν και τον ακολουθούσαν.
Ο Κύριος τους κοίταξε και «εσπλαχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρό­βατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Κάτω στις πόλεις οι συναγωγές ήταν γεμάτες από αυτόκλητους ποιμένες, που στην πραγματικότητα ήταν λύκοι με εμφάνιση προβάτων. Οι άνθρωποι το ήξεραν αυτό, το ένιωθαν, όπως ήξεραν κι ένιωθαν την αμέτρητη ευσπλαχνία και αγάπη τού Χριστού γι’ αυτούς. Οι άνθρωποι ήξεραν και ένιωθαν πως ο Χριστός ήταν ο μόνος Καλός Ποιμένας, πως η μέριμνά Του γι’ αυτούς ήτανγνήσια, στοργική. Γι’ αυτό και τον ακολουθούσαν στην έρημο. Κι ο Κύριοςεθεράπευσε τους αρρώστους αυτών. Οι άνθρωποι ένιωθαν πως τον χρειάζονταν το Χριστό, δεν του ζητούσαν να θαυματουργήσει από μάταιη περιέργεια, αλλ’ από μεγάλη ανάγκη. Κι ο Μάρκος μας λέει πως εκεί άρχισε να τους διδάσκει.
«Οψίας δε γενομένης προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες· έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα» (Ματθ. ιδ’ 15). Ο Ματθαίος δε μας λέει τι τον κρατούσε τόσο πολύ με τους ανθρώπους. Γράφει μόνο πως θεράπευσε τους αρρώστους. Ο Μάρκος το συμπληρώνει αυτό και λέει πως τους δίδασκε πολλά πράγματα. Προσέξτε πόσο όμορφα συμπληρώνουν ο ένας ευαγγελιστής τον άλλο! Ο Κύριος συνέχισε να διδάσκει τους όχλους για πολλές ώρες, ωσότου άρχισε να νυχτώνει. Όλες αυτές τις ώρες ο Κύριος δίδαξε τόσο πολλά στο λαό, που θα μπορούσε να γεμίσει ολόκληρο ευαγγέλιο. Αυτό το είπε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν έγραψε πως «ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βι­βλία» (Ιωάν. κα’ 25).
Παρατηρούμε όμως και την αγάπη των μαθητών: Έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν. Το πλήθος πεινάει κι είναι αργά πια για να φύγουν και να πάνε στον τόπο του ο καθένας. Τα σπίτια τους είναι μακριά. Δες, εδώ έχουμε και πολλές γυναίκες, έχουμε και παιδιά. Πρέπει να βρουν τροφή όσο πιο σύντομα γίνεται. Ας τους λοιπόν να πάνε στα γύρω χωριά για να βρουν κάτι να φάνε.
Ο Χριστός σίγουρα είναι πιο εύσπλαχνος και πιο στοργικός από τους μαθητές Του. Μήπως δεν ένιωθε κι ο ίδιος, όπως οι μαθητές Του, πως οι άνθρωποι πει­νούσαν κι η νύχτα ήταν κοντά; Και βέβαια ο Χριστός ήταν περισσότερο ελεήμων και στοργικός από τους μαθητές Του. Τις ανάγκες των ανθρώπων τις ένιωθε πριν από εκείνους. Στην αρχή, όπως λέει ο ευαγγελι­στής Ιωάννης, «επάρας ουν ο Ιησούς τους οφθαλμούς και θεασάμενος ότι πολύς όχλος έρχεται προς αυτόν, λέγει προς τον Φίλιππον πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν ούτοι;» (Ιωάν. στ’ 5). Η συζήτηση με το Φίλιππο όμως τέλειωσε κι οι άνθρωποι μαζεύτη­καν γύρω από τον Κύριο με τους ασθενείς τους. Ο Κύριος θεράπευσε πρώτα όλους τους αρρώστους κι έπειτα άρχισε να διδάσκει τους όχλους. Η διδασκαλία κράτησε ως το βράδυ. Και τότε μόνο σκέφτηκαν οι απόστολοι πως οι άνθρωποι θα πεινούσαν κι έπρεπε να φάνε.
Ο Κύριος το είχε προβλέψει αυτό από την αρχή. Δε μίλησε όμως, σκόπιμα. Περίμενε τους αποστόλους να θέσουν το πρόβλημα. Κι αυτό το έκανε για δυο λόγους: πρώτα για να τους διεγείρει την ευσπλαχνία και τη συμπάθεια και δεύτερο για ν’ αποδείξει πόσο αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον. Τους είπε ο Χριστός: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν· δότε αυτοίς υμείς φαγείν» (Ματθ. ιδ’ 16). Γνώριζε πως αυτό δεν μπορούσαν να το κάνουν, ήταν αδύνατο ανθρωπίνως να γίνει. Το είπε όμως για να συνειδητοποιήσουν πλήρως και να ομολογήσουν την αδυναμία τους. Γι’ αυτό και του είπαν: «ουκ έχομεν ώδε ει μη πέντε άρτους και δύο ιχθύας» (Ματθ. ιδ’ 17). Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, τα λιγοστά αυτά τρόφιμα δεν ήταν δικά τους, ανήκαν σε κάποιο μικρό παιδί που βρισκόταν εκεί. Γράφει ο ευαγγελιστής: «Έστι παιδάριον εν ώδε, ος έχει πέντε άρτους κριθίνους και δυο όψάρια΄ αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους;» (Ιωάν. στ 9). Στον Κύριο αυτό το είπε ο Ανδρέας. Παρά το γεγονός ότι ο πρωτόκλητος των αποστόλων ζούσε τόσο καιρό μαζί Του, ακόμα δεν είχε εδραιωθεί στην πίστη, δεν είχε τελειοποιηθεί. Αυτό είναι φανερό από εκείνο που είπε: αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους; Το ψωμί ήταν κρίθινο. Κι αυτό δεν ήταν συμπτωματικό. Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, απ’ αυτό μαθαίνουμε πως πρέπει να ικανοποιούμαστε με απλές τροφές, να μην είμαστε απαιτητικοί. «Η λαιμαργία κι η πολυ­φαγία είναι μητέρες της αρρώστιας»,συμπληρώνει ο άγιος πατέρας.
«Ο δε είπε· φέρετέ μοι αυτούς ώδε» (Ματθ. ιδ’ 18). Τώρα είχε έρθει η δική Του ώρα. Οι όχλοι δεν μπορούσαν να βρουν τρόφιμα για να φάνε. Οι απόστο­λοι ομολόγησαν την αδυναμία τους, δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Τότε και μόνο τότε ήρθε η δική Του ώρα. Το κλίμα ήταν ώριμο για να γίνει το θαύμα.
«Και κελεύσας τους όχλους ανακλιθήναι επί τους χόρτους, λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους, οι δε μαθηταί τοις όχλοις» (Ματθ. ιδ’ 19)Γιατί κοίταξε πρώτα στον ουρανό ο Κύριος; Όταν έκανε πολλά από τ’ άλλα θαύματά Του δεν το είχε κάνει, δεν είχε ξανακοιτάξει στον ουρανό. Δεν το έκανε όταν άνοιγε τα μάτια των τυφλών, όταν θεράπευε τους λεπρούς, έβγαζε δαιμόνια από τους ανθρώπους, γαλήνευε τη θά­λασσα, έκανε το νερό κρασί κι όταν ακόμα ανάσταινε νεκρούς. Γιατί λοιπόν στη συγκεκριμένη αυτή περί­πτωση έστρεψε τα μάτια Του προς τον ουρανό, προς τον ουράνιο Πατέρα Του; Πρώτο, για να κάνει σαφή στους ανθρώπους την ταυτότητα της θέλησής Του μ’ εκείνην του Πατέρα Του, να καταρρίψει την άποψη και κατηγορία των Φαρισαίων, πως τα θαύματα τα έκανε με τη συνεργεία τών δαιμόνων. Δεύτερο, για να δώσει ως άνθρωπος στον κόσμο το παράδειγμα της ταπεί­νωσης ενώπιον του Θεού, καθώς και της ευχαριστίας για κάθε αγαθό που προέρχεται από το Θεό. Ένα παρόμοιο παράδειγμα μας έδωσε και στο Μυστικό Δείπνο: «Λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε…» (Ματθ. κστ’ 26). Ευχαρίστησε τον ουράνιο Πατέρα Του κι ύστερα ευλόγησε το ψωμί, ως δώρο Θεού. Κι εμείς πρέπει να ευχαριστούμε και να υμνούμε το Θεό για τα δώρα Του σε κάθε γεύμα, όσο λιτό κι αν είναι. Τρίτο, ως Θεός, με τον πολλαπλασια­σμό των άρτων – μια πράξη που μοιάζει πολύ με νέα δημιουργία – να εκφράσει την ενότητα δύναμης της Αγίας Τριάδας: του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της ομοούσιας και αδιαίρετης Τριάδας, του Δημιουργού των πάντων.
Ο Κύριος Ιησούς «έκλασε», έκοψε τον άρτο με τα ίδια Του τα χέρια. Γιατί; Γιατί δεν έδωσε εντολή στους αποστόλους Του να το κάνουν; Για να δείξει πως επιθυμούσε να λογαριάσει τους ανθρώπους ως φιλοξενούμενούς Του, να τονίσει τη μεγάλη αγάπη Του γι’ αυτούς και να διδάξει έτσι κι εμάς πως, όταν δίνουμε ελεημοσύνη και δώρα, πρέπει να το κάνουμε με αγάπη και ιλαρότητα, όπως κι Εκείνος.
«Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλή­ρεις· οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. ιδ’ 20,21). Αυτό είναι το θαύμα των θαυμάτων, η δόξα που ξεπερνάει κάθε άλλη δόξα! Για να πάρουν πέντε χιλιάδες άνθρω­ποι (χωρίς να συνυπολογιστούν οι γυναίκες και τα παιδιά) από μια μπουκιά ψωμί, όπως το αντίδωρο που παίρνουμε στην εκκλησία, τα πέντε ψωμιά δε θα έφταναν με τίποτα. Εδώ όμως έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και μάλιστα περίσσεψαν και δώδεκα κοφίνια. Αν αυτή ήταν κάποια οφθαλμαπάτη, δε θα έγραφε ο ευαγγελιστής πως εχορτάσθησαν.Αν κά­ποιος άνθρωπος μπορούσε να εξαπατήσει έναν άλλο ότι έφαγε, δε θα μπορούσε όμως να πείσει έναν πει­νασμένο ότι χόρτασε. Αν πράγματι ήταν αυτό κάποια οφθαλμαπάτη, από πού προέκυψαν τα περισσεύματα, πού γέμισαν δώδεκα κοφίνια ψωμιά;
Όχι! Μόνο άνθρωποι που η καρδιά τους είχε νε­κρωθεί από την αμαρτία μπορούν να το αποκαλέσουν οφθαλμαπάτη αυτό. Ήταν πραγματικό γεγονός, όπως πραγματικός είναι κι ο Θεός. Πρέπει να προσέξετε όμως πως για το θαύμα αυτό δεν ξεσηκώθηκαν φω­νές εναντίον Του, δεν του έδωσαν κάποιες ανόητες ερμηνείες, όπως έκαναν οι Φαρισαίοι σε πολλά άλλα από τα θαύματά Του. Κι όχι μόνο δεν το αμφισβήτη­σε κανένας, αλλά «οι άνθρωποι, ιδόντες ο εποίησε σημείον ο Ιησούς, έλεγον ότι ούτος εστιν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον (Ιωάν. στ’ 14). Κι οι όχλοι ήθελαν«αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα» (αυτ. στίχ. 15). Τέτοια απήχηση είχε στο λαό το καταπληκτικό αυτό θαύμα!
Πότε προσπάθησε κάποιος να μετατρέψει μια απά­τη σε βασιλιά; Αυτό όμως ήταν πραγματικό γεγονός. Οι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν από την αλήθεια και ήθελαν να κάνουν το Χριστό βασιλιά με το ζόρι. Κι αυτό θα είχε γίνει, αν ο Χριστός δεν είχε απομακρυνθεί μόνος Του. Κι έτσι ματαιώθηκε το σχέδιο του πλήθους που ριγούσε από ενθουσιασμό.
«Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ου απολύση τους όχλους» (Ματθ. ιδ’ 22)Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι ο Χριστός ανάγκασε τους μαθητές Του να μπουν σε πλοίο και να φύγουν πριν από τον ίδιο; Γιατί το έκανε αυτό; Πρώτο, γι’ αυτό που είχε γίνει. Και δεύτερο, γι’ αυτό που επρόκειτο να γίνει.Τούς άφησε ν’ απομακρυν­θούν από το πλήθος όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να συλλογιστούν και να συζητήσουν μεταξύ τους το μεγάλο θαύμα τού πολλαπλασιασμού των άρτων. Τους άφησε να ταξιδέψουν με το πλοίο, όπου ο Κύριος θα τους επισκεπτόταν σύντομα μ’ ένα καινούργιο κι ανήκουστο θαύμα: θα τους πλησίαζε περπατώντας πάνω στο νερό, όπως περπατάει κανείς σε στέρεο έδαφος. Ο Κύριος γνώριζε εκείνο που επρόκειτο να γίνει και τι θα έκανε ο ίδιος. Οι μαθητές Του, που δεν έβλεπαν τίποτα, ένιωσαν έκπληξη που ο Χριστός τούς έστειλε πριν απ’ Αυτόν. Τον άφησαν όμως μόνο Του με το πλήθος, κατέβηκαν από το όρος στη θάλασσα και ξεκίνησαν το ταξίδι.
Ένας άλλος αναμφισβήτητος λόγος για τη σπουδή που έδειξε ο Κύριος να προπέμψει τους μαθητές Του, να τους απομακρύνει από τα πλήθη των ανθρώπων, ήταν επειδή ο ίδιος ήθελε να τους προφυλάξει από την υπερηφάνεια στα μάτια των ανθρώπων, από τα εγκώμιά τους και την αυτοεκτίμηση που θα ένιωθαν επειδή ήταν μαθητές τέτοιου Θαυματουργού. Ήθελε να τους διδάξει πως πρέπει να είναι ταπεινοί, γι’ αυτό και τους είχε πει: «δότε αυτοίς υμείς φαγείν». Και τώρα τους έδιωξε επειδή ήθελε να τους προφυλάξει από την υπερηφάνεια και την υψηλοφροσύνη, επειδή είχαν τέτοια σχέση μαζί Του, με το Διδάσκαλό τους. Και τελικά ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να τούς κάνει να γνωρίσουν την απεριόριστη ταπείνωσή Του ενώπιον του Θεού: μετά από ένα τόσο καταπληκτικό θαύμα, αποσύρθηκε στην ησυχία για να προσευχηθεί.
Οι μαθητές Του ήταν εξοικειωμένοι με τη συνή­θειά Του ν’ αποσύρεται συχνά στην έρημο για να προσευχηθεί. Εκείνη την ημέρα όμως μήπως αποσύρ­θηκε σκόπιμα στην έρημο, για να μείνει μόνος Του, μετά τη φοβερή είδηση για το θάνατο του Ιωάννη τού Βαπτιστή; Ας ξεχάσουν οι μαθητές Του για ποιο λόγο πήγε στην έρημο· ας συνειδητοποιήσουν πως το μεγάλο θαύμα που τόσο ξαφνικά έκανε, καθώς κι όλοι οι έπαινοι κι ο θαυμασμός των ανθρώπων, δεν μπορούσαν να καταστρέψουν την εσωτερική γαλήνη και την ταπείνωσή Του, ούτε και να τον κάνουν ν’ αλλάξει την απόφασή Του να πάει στην έρημο για να προσευχηθεί.
***
Ολόκληρο το περιστατικό αυτό της διανομής των άρτων και των ψαριών στους ανθρώπους, ο αριθμός των ψαριών και των άρτων, καθώς και ο αριθμός των κοφινιών με τα περισσεύματα, όλα μαζί έχουν κι ένα εσωτερικό, ένα βαθύτερο νόημα. Λίγο πριν από το θάνατό Του ο Κύριος ονόμασε τον άρτο Σώμα Του. Στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι αλή­θεια πως δε λέει κάτι τέτοιο με λόγια, το κάνει όμως με τον αριθμό των άρτων.Οι πέντε άρτοι σημαίνουν τις πέντε αισθήσεις· κι οι πέντε αισθήσεις αντιπροσω­πεύουν όλο το σώμαΤο ψάρι σημαίνει τη ζωή. Τους πρώτες αιώνες της χριστιανικής ζωής το Χριστό τον απεικόνιζαν με τη μορφή ψαριού. Το σύμβολο αυτό μπορεί να το δει ακόμα και σήμερα κανείς στις αρχαίες χριστιανικές κατακόμβες. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Χριστός έδωσε το σώμα και τη ζωή Του στους ανθρώ­πους για να τραφούνΚαι γιατί ήταν δύο τα ψάρια; Επειδή ό Κύριος έδωσε και δίνει τον εαυτό Του θυσία τόσο όσο διάστημα κράτησε η επίγεια διαδρομή Του, όσο και στην Εκκλησία μετά την Ανάστασή Του, ως τη σημερινή μέρα. Ποιά σημασία έχει το γεγονός ότι έκοψε μόνος του τους άρτους; Αυτό σημαίνει πως Εκείνος, με την ελεύθερη βούλησή Του, παραδόθηκε να θυσιαστεί για τη σωτηρία των ανθρώπων. Γιατί έδωσε τα ψωμιά και τα ψάρια στους αποστόλους, για να τα μοιράσουν αυτοί μετά στο λαό; Επειδή εκείνοι ήταν που έπρεπε να μεταφέρουν το Χριστό σ’ ολό­κληρο τον κόσμο και να τον δώσουν στους ανθρώπους και τα έθνη ως τροφή ζωής. Τί σημαίνουν τα δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των άρτων; Την άφθονη καρποφορία τού έργου των αποστόλων. Κάθε θερισμός των αποστόλων θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από το σπόρο που έσπειραν, όπως κάθε καλάθι είχε περισσότερο ψωμί από τους άρτους που έφαγαν και χόρτασαν οι πεινασμένοι άνθρωποι. (Το περιστατικό τού θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων που έγινε με τη δύναμη του Χριστού μνημονεύεται κάθε φορά σε μια ωραία ευχή, στην τελετή της αρτοκλασίας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ο ευλογήσας τους πέντε άρτους εν τη ερήμω και εξ αυτών πεντακισχιλίους άνδρας χορτάσας, ευλόγησον και τους άρτους τούτους, τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους Σου αγίασον»).
Όλ’ αυτά τα μυστήρια έχουν μεγάλο βάθος, δυσθε­ώρητο. Ποιός τολμά να κοιτάξει τόσο βαθιά, στα απύθ­μενα βάθη τους; Ποιός θα τολμούσε στην πρόσκαιρη ζωή μας να διεισδύσει στα βάθη αυτά; Ίσως πληροφο­ρηθούν αρκετά εκείνοι που τους αρέσει να διαβάζουν και ν’ ακούνε το ευαγγέλιο. Οι άγγελοι απολαμβάνουν μέχρι κορεσμού τη γλυκύτητα του ευαγγελίου. Όσο περισσότερο το διαβάζει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο τρέπεται σε σκέψεις πνευματικές και σε προσευχήΌσο περισσότερο καθοδηγεί τη ζωή του σύμφωνα μ’ αυτό, τόσο η ανάγνωση θ’ ανοίγει τα βάθη των νοημάτων του και θα τον ικανοποιεί με το άρωμά του. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
http://www.alopsis.gr

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Ιερά Αγρυπνία στην Ιερά Μονή Καθαρών



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ & ΙΘΑΚΗΣ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΘΑΡΩΝ ΙΘΑΚΗΣ





ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ & ΙΘΑΚΗΣ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΘΑΡΩΝ ΙΘΑΚΗΣ





Περιγραφή: http://1.bp.blogspot.com/-CnZ0FO2XNR8/Tfi55n7TqPI/AAAAAAAAAEk/65MyG-B6BCk/s1600/_____1%257E1.JPG

ΙΕΡΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ



ΙΕΡΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Ο ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ  ΚΑΘΑΡΩΝ  ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ   π.ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΜΟΣΧΟΣ
ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 26-07-2011 ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  27-07-2011 ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ & ΙΘΑΚΗΣ
Κκ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΘΑ ΤΕΛΕΣΕΙ, ΙΕΡΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ.

ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΠΩΣ ΠΡΟΣΕΛΘΟΥΝ ΠΡΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΓΙΑΣΜΟ.


ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Θαυμαστές διηγήσεις από τον βίο του Προφήτη Ηλία.



19ΙΟΥΛ

Ἔνας ἐπίγειος Άγγελος -Ἔνας ἐπουράνιος ἄνθρωπος

Θεολογικό σχόλιο μέ ἀφορμή τήν ἑορτήν τοῦ Προφήτου Ἠλίατοῦ κ. Εὐαγγέλου Π. Λέκκου, Θεολόγου, τ. Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστ. Διακονίας.

Καταγωγή τοῦ προφήτου  Ἠλία

.     Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἄν καί συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιοτέρων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:

.   Πατέρας του ἦταν ὁ Σωβάκ ἀπό τήν κωμόπολη Θέσβη (σημερινή El  Istib) τῆς Γαλαάδ στήν  Ὑπεριορδανία. Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε σέ ὀπτασία ἄντρες λευκοφορεμένους νά δίνουν στό βρέφος τό ὄνομα Ἠλιού (πού σημαίνει θεός ἤ θεῖος καί παράγεται ἀπό τό  Ἠλί, τό ὁποῖο στά ἑβραϊκά ἔχει τή σημασία τοῦ Θεοῦ), νά τό σπαργανώνουν μέ φωτιά καί νά τοῦ δίνουν νά φάει ἐπίσης φωτιά. Ἡ ὀπτασία, ὅπως τοῦ ἐξήγησαν οἱ ἱερεῖς, σήμαινε ὅτι «ἡ κατοίκησις τοῦ τέκνου θά εἶναι φῶς, ὁ λόγος του ἀπόφασις, ἡ ζωή του κατά Κύριον καί ὁ ζῆλος του θά φανῇ εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν καί θέλει κρίνῃ τόν Ἰσραήλ διά πυρός καί μαχαίρας». Ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔλαβε –κατά τή μετάφραση τῶν Ο΄– καί τήν προσωνυμία Θεσβίτης.

.     Οἱ ἁγιογραφικές πληροφορίες γιά τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὅτι φοροῦσε ροῦχο ἀπό προβιά καί στή μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη (Δ΄ Βασ. α´8). Ζοῦσε αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή, καί ἦταν ἀνυποχώρητος σέ θέματα γνήσιας λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν συμβιβαζόταν μέ τή τάση τῆς υἱοθέτησης ἀπό τούς Ἑβραίους εἰδωλολατρικῶν στοιχείων, πού ἦταν πολύ ἔντονη, ὅπως θά ἀναφερθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες.
.   Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σκιαγραφώντας τήν προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἐπισημαίνει ὅτι στόν ἅγιο συνυπῆρχαν ἀντίθετες ἰδιότητες: Ἦταν φτωχός ἀλλά ταυτόχρονα καί πλούσιος ἀπαίδευτος καί σοφός· ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, μποροῦσε νά φέρει βροχή ἤ ἀνομβρία, ἀφοῦ ὁ Θεός εἰσήκουε τήν προσευχή του.

Βίος καί δράση του

.      Ἡ προφητική ἀποστολή τοῦ  Ἠλία ἀναπτύχθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (873 – 854 π.Χ.) καί τοῦ διαδόχου του  Ὀχοζία. Πρόκειται γιά μία περίοδο πολύ ταραχώδη γιά τό μονοθεϊσμό στό  Ἰσραήλ, ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζονταν κατά καιρούς στήν πίστη τους ἀπό τούς εἰδωλολατρικούς γειτονικούς λαούς, ἐξ αἰτίας τῶν ἐπιδράσεων στή θρησκεία τους.

.     Ὁ Ἀχαάβ ἔλαβε ὡς γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ Εὐβάαλ, βασιλιᾶ τῆς Τύρου (Φοινίκης).   Ἐκείνη, ἐπηρεάζοντας τό σύζυγό της, καθιέρωσε ἐπίσημα τή λατρεία τοῦ θεοῦ Βάαλ Melgart, προσπαθοῦσε μάλιστα νά τήν ἐπιβάλει καί ὡς κρατική. Γιά νά πετύχει στό στόχο της δέν δίστασε νά διατάξει τό φόνο προφητῶν καί τή δίωξη ὅσων πίστευαν στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐπέβαλε τήν καταστροφή τῶν βωμῶν, ἐνῶ διέθετε τά ἀπαιτούμενα γιά νά διαδοθεῖ ἡ λατρεία τῶν εἰδωλολατρικῶν φοινικικῶν θεοτήτων. Στό βιβλίο Βασιλειῶν Γ΄ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιγράφεται μέ ζωηρά χρώματα τό μέγεθος τῆς ἀσέβειας τοῦ Ἀχαάβ καί τῆς  Ἰεζάβελ: Ὁ Ἀχαάβ ἔπραξε ὅ,τι δυσαρεστεῖ τόν Κύριο, ξεπερνώντας ὅλους τούς προκατόχους του… Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ.. καί πῆγε καί λάτρεψε τόν Βάαλ καί τόν προσκύνησε.  Ἔχτισε θυσιαστήριο στόν Βάαλ, στό ναό τοῦ Βάαλ, πού εἶχε ἀνεγείρει στή Σαμάρεια. Ὁ Ἀχαάβ κατασκεύασε ἐπίσης ξύλινη λατρευτική στήλη καί ἔκανε περισσότερες ἁμαρτίες ἀπ’ ὅλους τούς προκατόχους του βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντας ἔτσι τόν Κύριο, τόν Θεό του (Γ΄ Βασ. ιϛ´ 31-33).
.     Εἶχε φτάσει πλέον ἡ στιγμή νά δράσει ὁ προφήτης  Ἠλίας.  Ἐμφανίζεται στό βασιλιά Ἀχαάβ καί τοῦ λέει: Ὁρκίζομαι στόν Κύριο πού ὑπηρετῶ, τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια δέν θά πέσει στή γῆ δροσιά οὔτε βροχή, παρά μόνο μέ προσταγή δική μου (Γ΄ Βασ. 17,1). Ἡ κατηγορηματική αὐτή προαγγελία τοῦ προφήτη, τόν ὁποῖο σεβόταν ὁ λαός καί ἑπομένως ὑπολόγιζε ὁ βασιλιάς, ἦταν ἑπόμενο νά ἐξαγριώσει τή βασιλική αὐλή καί ἰδιαίτερα τήν  Ἰεζάβελ. Γιά νά μή κινδυνέψει λοιπόν ὁ Ἠλίας, ὁ Θεός ἔλαβε πρόνοια γι’ αὐτόν.

Ἡ τριετής ἀνομβρία.

.     Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἠλία: Φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε πρός τά ἀνατολικά, νά κρυφτεῖς κοντά στό χείμαρρο Χοράθ (Χερίθ), ἀνατολικά τοῦ  Ἰορδάνη. Θά πίνεις νερό ἀπό τό χείμαρρο κι ἐγώ θά δώσω προσταγή στούς κόρακες νά φροντίζουν γιά τήν τροφή σου ἐκεῖ (Γ΄ Βασ. ιζ´ 24). Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Ἡ τριετής ξηρασία (τήν ὁποία μνημονεύει καί ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» VII, 13,2) ἄρχισε. Ὁ προφήτης κρυβόταν στό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐκεῖ, οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν ψωμί καί κρέας πρωί καί βράδυ, κι ἔπινε νερό ἀπό τό χείμαρρο. Μετά ὅμως ἀπό μερικές μέρες ξεράθηκε ὁ χείμαρρος, γιατί ὑπῆρχε ἀνομβρία στή χώρα (Γ΄ Βασ. ιζ´ 67).

Φιλοξενούμενος στή Σαρεπτά.

.      Τότε παίρνει καί πάλι νέα ἐντολή ἀπό τόν Κύριο πού τοῦ εἶπε: Σήκω, πήγαινε στή Σαρεπτά, στήν περιοχή τῆς Σιδώνας καί μεῖνε ἐκεῖ. Ἐγώ διέταξα μία χήρα νά φροντίζει γιά τήν τροφή σου. Ξεκίνησε ὁ Ἠλίας καί ὅταν ἔφτασε στήν πύλη τῆς πόλης εἶδε μία γυναίκα πού μάζευε ξύλα. Τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Φέρε μου, σέ παρακαλῶ, λίγο νερό σ’ ἕνα κύπελο γιά νά πιῶ… καί φέρε μου ἐπίσης ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἡ ἀπάντηση τῆς γυναίκας, πού ἦταν χήρα, εἶναι συγκλονιστική: Μά τόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό σου, δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Ἦρθα ἐδῶ γιά νά μαζέψω λίγα ξύλα, νά πάω νά ἑτοιμάσω γιά μένα καί τό γιό μου ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει, νά τό φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε.
.     Ὁ προφήτης  Ἠλίας ἐπέμεινε. Τῆς εἶπε λοιπόν νά μήν ἀνησυχεῖ. Νά πάει σπίτι της καί νά κάνει αὐτό πού εἶχε στό μυαλό της. Τῆς ζήτησε ὅμως νά φτιάξει πρῶτα μία μικρή λαγάνα γιά κεῖνον ἀπό τό λίγο ἀλεύρι της καί νά τοῦ τή φέρει, ἔπειτα νά φτιάξει γιά τήν ἴδια καί τό γιό της. Γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ  Ἰσραήλ, λέει: τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ’ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, ὥς τή μέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή. Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ προφήτης, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τό ἀλεύρι οὔτε τό λάδι νά τελειώνουν γιά πολλές ἡμέρες (Γ΄ Βασ. ιζ´ 816).
.   Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἀνομβρία καί τή φιλοξενία τῆς χήρας τῆς Σαρεπτά λέει τά ἑπόμενα (στόν Λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί  Ἠλίαν τόν προφήτην», Migne, P.G. 50, § B΄Δ΄, 728-735): «Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τούς ἁμαρτάνοντες, ὥστε προσευχήθηκε κάποτε νά μή πέσει βροχή… Κι αὐτό τό ἔκανε κινούμενος ἀπό πολύ μεγάλο ζῆλο. Διότι ἔβλεπε νά γίνονται πολλά ἄτοπα… καί ἡ παρεκτροπή ἦταν γενική… Μόνο ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ἀρετῆς… Τά πάντα ἐρημώνονταν καί ἐξαφανίζονταν…, ὅλοι πέθαιναν ἐξαιτίας τῆς ἀβροχίας…, ἀλλά γιά τίποτα δέν τόν ἔνοιαζε τόν Ἠλία, που ἦταν μεθυσμένος ἀπό τόν ἱερό ζῆλο… Τί κάνεις, Ἠλία;   Ἔστω, οἱ νέοι ἁμάρτησαν· γιατί τιμωροῦνται τά παιδιά;  Ἔστω, ἁμάρτησαν οἱ ἄνθρωποι· γιατί μαζί τους πεθαίνουν καί τά ζῶα; Τόσο μεγάλη ἀσπλαχνία ἔχεις; Καθόλου δέν σέ μέλει γιά τούς ἀνθρώπους; Γυναίκα καί παιδί δέν ἔχεις· ἀδιαφορεῖς γι’ αὐτούς πού χάνονται.»
.    Τί τοῦ λέει λοιπόν ὁ Θεός; Πήγαινε στόν χείμαρρο Χοράθ καί θά διατάξω κόρακα νά σοῦ φέρνει τροφή… Πῶς τρεφόταν ἀπό κόρακα; Ἀφοῦ ὁ κόρακας κατά τό (μωσαϊκό) νόμο εἶναι ἀκάθαρτος… Κι ὅμως ὁ Ἠλίας τρεφόταν ἀπό κόρακα, πιστεύοντας ὅτι τίποτα δέν εἶναι ἀκάθαρτο ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν Κύριο… Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ χείμαρρος ξεράθηκε…, πήγαινε, τοῦ εἶπε, στή Σαρεπτά καί θά διατάξω γυναίκα χήρα νά σέ διατρέφει ἐκεῖ. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός κατ’ οἰκονομίαν.  Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἠλίας δέν ἤξερε τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ… καί τή γενική συμφορά…, τόν στέλνει ὁ Θεός…, ὥστε ἀφοῦ δεῖ καί ὁ Ἠλίας τί εἶχε συμβεῖ, νά ζητήσει ἐπίμονα ἀπό τόν Κύριο νά δώσει βροχή.»… Ὁ Ἠλίας δέν εἶπε στόν Θεό· σέ ποιόν μέ στέλνεις;… μήπως δέν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πλουσιότεροι πού μποροῦν νά παρηγορήσουν τήν πείνα μου;»Δέν ξέρω πῶς νά ἐπαινέσω τή χήρα· πῶς περιφρόνησε τό γιό της καί ἄνοιξε τό σπίτι της νά φιλοξενήσει… Ἔσπειρε φιλοξενία ἡ χήρα καί ἀμέσως θέρισε τό καρπερό στάχυ τῆς φιλοξενίας. Διότι, τί τῆς εἶπε ὁ Ἠλίας; Ζεῖ ὁ Κύριος, τό πιθάρι μέ τ’ ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό δοχεῖο μέ τό λάδι δέν θά μειωθεῖ».

Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας.

.     Ὕστερα ἀπό τά γεγογονότα αὐτά ἀρρώστησε βαριά καί πέθανε ὁ γιός τῆς χήρας πού φιλοξενοῦσε τόν προφήτη. Τότε ἡ γυναίκα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο «Βασιλειῶν Γ΄» (κεφ. ιζ´, 18-24), εἶπε στόν προφήτη  Ἠλία: Τί σοῦ χρωστοῦσα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;  Ἦρθες στό σπίτι μου γιά νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τήν ἁμαρτία μου καί νά κάνεις νά πεθάνει ὁ γιός μου; Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἀπό τήν ἀγκαλιά της, τό ἀνέβασε στό ἀνώγι ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, λέγοντας: Κύριε, Θεέ μου, γιατί ἔκανες κακό στή χήρα πού μέ φιλοξενεῖ, ἀφήνοντας νά πεθάνει ὁ γιός της; Καί συνέχισε, παρακαλώντας νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ μέσα του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἀνέστησε τό παιδί. Τό πῆρε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τό κατέβασε ἀπό τό ἀνώγι. Τό παρέδωσε στή μητέρα του λέγοντας: Νά ὁ γιός σου, εἶναι ζωντανός. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Τώρα κατάλαβα ὅτι ἐσύ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι προφητεύει τό στόμα σου εἶναι πραγματικά λόγος Κυρίου.

Ἡ παρρησία τοῦ Ἠλία ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ.

.     Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. ιη´ 17-18). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας  Ἰεζάβελ.
.     Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς  Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους:  Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον· κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. ιη´21).

Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στόν βωμό τοῦ Ἠλία.

Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. ιη´ 22-24).

Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις· μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει.  Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.
.      Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ  Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ  Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ  Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους.  Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ  Ἀβραάμ, τοῦ  Ἰσαάκ καί τοῦ  Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν  Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).
.    Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν: Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. ιη´ 38-40).

Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας.

.    Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. ιη´, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ.  Ἡ  Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν  Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. ιθ´,2).

Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ.

.   Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (ιθ´, 3-10) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ  Ἰούδα.  Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου.   Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ  Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου. Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου· μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».
.    Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του· οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. ιθ´, 11-12). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στήν Δαμασκό γιά νά χρίσει τόν νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τόν νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στήν συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.

Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτου  Ἠλία στόν οὐρανό.

.    Ἀφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. β´1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:
.   Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ  Ἐλισαῖος ἀπάντησε:  Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω.  Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.
.    Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. β´ 8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ  Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες.  Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες· ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. β´10).
.    Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ  Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν  Ἐλισαῖο (στίχ. 15).
.    Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. β´58).

Ἐπίλογος

.     Αὐτός εἶναι ὁ βίος καί ἡ πολίτεία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τοῦ «ζηλωτοῦ καί τῶν παθῶν αὐτοκράτορος», τοῦ ὑψιπέτου καί «τῶν προφητῶν τό ἐγκαλλώπισμα», τοῦ «ἐν σώματι ἀγγέλου καί τοῦ ἀσάρκου ἀνθρώπου», «τοῦ φθαρτοῦ ἀνθρώπου» πού «ἀφθαρσίαν ἐνδέδυται», τοῦ οὐρανοδρόμου, «τοῦ ἐπόπτου ἀρρήτων μυστηρίων».
.    Καί τίς μεσιτεῖες του ἄς ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους οἱ πιστοί, κράζοντες μαζί μέ τόν ὑμνωδό του:

Προφῆτα καί προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τά ὑδατόρρητα νέφη, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, πρός τόν μόνον Φιλάνθρωπον.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Προφήτου  ἨλίαἮχος δ´ . Ταχύ προκατάλαβε

Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς,
ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ,
Ἠλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει·
διὸ καὶ τοῖς  τιμῶσιν αὐτὸν βρύει ἰάματα.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΡΑΦΑΗΛ Ο ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ



Στην τοποθεσία «Μύλοι», έξω από το χωριό Περαχώρι της Ιθάκης,  υπήρχε
ένα  αιωνόβιο  δέντρο  που  από  παράδοση  ονομαζόταν  «δέντρο  του  Λάσκαρη».  Ο
ιδιοκτήτης του κτήματος παρέλαβε από πάππου προς πάππον ότι το κτήμα αυτό το
είχαν  αγοράσει  από  μια  οικογένεια  Λάσκαρη  και  ότι  η  οικογένεια αυτή  είχε  έναν
πρόγονο που μαρτύρησε σε ξένη χώρα.
Τα σχετικά με την παράδοση αυτή ξεκαθαρίσθηκαν στα τέλη της δεκαετίας
του ’50 –  αρχές  της   δεκ.  του ’60.  Τότε, στην άλλη άκρη της Ελλάδας,  στο  νησί  της
Λέσβου  συνέβησαν  μια  σειρά  από  θαυμαστά  γεγονότα.   Χάρη  σε  μια  σειρά  από
οπτασίες,  όνειρα  και  άλλα  θαυμαστά  σημεία,  στον  λόφο   των  Καρυών,  έξω  από   το
χωριό Θερμή,  ήρθαν  στο  φως  λείψανα  Αγίων   και  ερείπια  μοναστηριού. Οι ίδιοι οι
Άγιοι  εμφανίζονταν  και  έδιναν  οδηγίες  στους  χωρικούς  για  τις  ανασκαφές,  ενώ
αποκάλυπταν και λεπτομέρειες για τη ζωή και το μαρτύριό τους.
Ο  ηγούμενος  του  μοναστηριού  ονομαζόταν  Ραφαήλ.  Είχε
γεννηθεί  στους  Μύλους  της  Ιθάκης  το  1410  και  το  κοσμικό  του
όνομα  ήταν  Γεώργιος  Λάσκαρης  ή  Λασκαρίδης.  Αυτός  ήταν  ο
απόγονος της οικογένειας Λάσκαρη που μαρτύρησε σε ξένον τόπο –
όπως ήθελε η θιακή παράδοση, που προαναφέρθηκε.
Πριν  γίνει  κληρικός,  είχε  σταδιοδρομήσει  στο  βυζαντινό
στρατό και έφτασε μάλιστα σε υψηλό βαθμό.
Σε  ηλικία  τριανταπέντε  ετών  γνώρισε  έναν  ασκητικό
σεβάσμιο ηγούμενο,  τον  Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν
Χριστώ ζωή με το κήρυγμά του. Κάποια Χριστούγεννα κατέβηκε για
να  εξομολογήσει  και  να  κοινωνήσει  τους  στρατιώτες  κι  έκανε
κήρυγμα  ότι  υπάρχει  Θεός,  άγιοι,  ότι  η  ζωή  συνεχίζεται.  Τότε  ο
αξιωματικός  Γεώργιος  πίστεψε  με  όλη  του  την  καρδιά  και  όταν
κατέβηκε  πάλι  ο  γέροντας  και  λειτούργησε  για  τα  Θεοφάνεια,  ο
Γεώργιος  αποχαιρέτησε  τους  στρατιώτες  και  τον  ακολούθησε.
Έμειναν μαζί στο ασκητήριό του,  σε  μια  σπηλιά,  για  πέντε  χρόνια,
χωρίς να το ξέρει κανείς. Ούτε ο πατέρας του, που είχε μείνει μόνος
στον  κόσμο.  Ζούσαν  σκληρή  ζωή.  Κοιμόνταν  πάνω  στο  χώμα  και
για  προσκέφαλο  είχαν  μια  πέτρα.  Στο  σπίτι  του  γύρισε  μόνο  όταν
κοιμήθηκε  ο  Ιωάννης,  αλλά  δεν  μπορούσε  να  λησμονήσει  την
ασκητική ζωή.
Την  ίδια  εποχή  χειροτονήθηκε  ιερέας  του  Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως.  Χάρη  στις  υψηλές  γραμματικές  γνώσεις  και
τα  προσόντα  του,  λαμβάνει  σύντομα  το  οφφίκιο  του
Πρωτοσυγκέλλου.  Στάλθηκε   και   στο  Μορλαί  της  Γαλλίας  για
να λάβει μέρος σε θεολογικές συζητήσεις με τους Δυτικούς. Στην πόλη
αυτή  γνώρισε  το  νεαρό  Νικόλαο  από  την  Θεσσαλονίκη,  που
συνδέθηκε  πνευματικά  με  τον  Ραφαήλ.  Επέστρεψαν  μαζί  στην
Ελλάδα. Ο Ραφαήλ έστελνε το Νικόλαο σε διάφορες περιοχές για να
κηρύττειτον  Λόγο  του  Θεού.  Ο  ίδιος  επισκέφθηκε  κατ’  επανάληψη
την Αθήνα και κήρυξε στο μνημείο του Φιλοπάππου.
Μετά  την  Άλωση  της  Κωνσταντινούπολης  (1453),  ξεκίνησαν
από  κάποια  ακτή  της  Αλεξανδρούπολης  και  κατέφυγαν  και  οι  δύο
το  1454  στην  ενετοκρατούμενη  Λέσβο.  Αποβιβάστηκαν  στην
παραλία  της  Θερμής  και  αναζήτησαν  κάποιο  μέρος  για  να
μονάσουν. Στο χωριό γνωρίσθηκαν με τον προεστό Βασίλειο και το
δάσκαλο  Θεόδωρο.  Εγκαταστάθηκαν  στο  μοναστήρι  της  Παναγίας
των  Καρυών,  μαζί  με  άλλους  μοναχούς  –που  ήδη  εγκαταβιούσαν
εκεί ή ήρθαν αργότερα.
Εννιά  χρόνια  αργότερα,  το  φθινόπωρο  του  1462  οι  Τούρκοι
κυρίευσαν την Μυτιλήνη και ολόκληρο το νησί. Πολλοί Χριστιανοί,
ταλαιπωρημένοι  από  την  τουρκική  καταπίεση,  βγήκαν  στα  βουνά.
Οι  Τούρκοι  υποψιάσθηκαν  τότε  πως  είχαν  για  κρυσφύγετό  τους  το
μοναστήρι.
Για  να  καταπνίξουν  την  ανταρσία,  οι  Τούρκοι  της  Λέσβου
κάλεσαν  ενισχύσεις  από  την  απέναντι  Μικρασία.  Οι  χωρικοί  τότε
κατέφυγαν στο μοναστήρι των Καρυών.
Ο Άγιος Ραφαήλ λειτούργησε για τελευταία φορά την Μεγάλη
Πέμπτη  του  1463.  Οι  Τούρκοι  τον  συνέλαβαν  μαζί  με  τους  άλλους
μάρτυρες την Μεγάλη Παρασκευή και τα φρικτά τους βασανιστήρια
διήρκεσαν μέχρι την Λαμπροτρίτη, 9 Απριλίου 1463.
Ο Άγιος Ραφαήλ υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια.
Πρώτα τον χτύπησαν με τα ρόπαλά τους και τον έριξαν κάτω
παράλυτο.  Έπειτα  τον  κεντούσαν  με  τα  κοντάρια  τους,  τον
τραβούσαν από τα γένια και τον έσερναν καταγής.
Ύστερα  τον  έδεσαν  ανάποδα  σε  μια  καρυδιά  και  τον
χτυπούσαν  απάνθρωπα  επί  ένα  εικοσιτετράωρο.  Στο  τέλος  τον
πριόνισαν μέσα στο στόμα και, τέλος, τον αποκεφάλισαν.
Μαζί  του  υπέστησαν  μαρτυρικό  θάνατο   ο   διάκονος Νικόλαος,
ο  προεστός  Βασίλειος,  η  σύζυγός  του  Μαρία,  τα   παιδιά  του  Ειρήνη
(12  ετών)  και  Ραφαήλ  (5  ετών),  η  ανιψιά  τους  Ελένη,  ο  δάσκαλος
Θεόδωρος, ο γιατρός Αλέξανδρος.
Κατόπιν, απομακρύνθηκαν  οι  Τούρκοι,  αφού  παρέδωσαν  στη
φωτιά το μοναστήρι.Τα λείψανα των Μαρτύρων ενταφίασε ο υπέργηρος ιερέας της
Θερμής,  παπα‐Σάββας,  ο  μοναχός  Σταύρος  και  ο  επιστάτης  της
Μονής, Ακίνδυνος.
Μετά  τις  θαυμαστές  αποκαλύψεις  για  την  ζωή  και  το
μαρτύριο του Αγίου Ραφαήλ και των συν αυτώ, αναγνωρίστηκε από
το  πατριαρχείο  Κωνσταντινουπόλεως  η  αγιότητα  των  νεοφανών
αυτών Μαρτύρων.
Αργότερα,  χτίσθηκε   ναός  του  Αγίου  Ραφαήλ  στην  ιδιαίτερη
πατρίδα  του,  το  Περαχώρι  της  Ιθάκης,  στον  οποίο  κατατέθηκε
τεμάχιο των ιερών λειψάνων του.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

"Η ζωή εκ τάφων" το χρονικό της θαυμαστής ανεύρεσης και ανακομιδής των λειψάνων των Αγίων Ραφαήλ ,Νικολάου και Ειρήνης


"Η ζωή εκ τάφων"
Το βιβλίο "Η ζωή εκ τάφων" περιγράφει αναλυτικά τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα έτη 1959-1962 στην περιοχή Θερμή της Λέσβου. Τρείς άγιοι, ο Άγιος Ραφαήλ, ο Άγιος Νικόλαος και η Αγία Ειρήνη εμφανίστηκαν πολλές φορές και σε πολλούς κατοίκους της Θερμής και των γύρω χωριών, και αποκάλυψαν ότι το έτος 1463 επιτέθηκαν οι Τούρκοι σε ένα μοναστήρι που βρίσκονταν στον λόφο πάνω από την Θερμή, βασάνισαν φρικτά και σκότωσαν τους τρεις αγίους καθώς και πολλούς μοναχούς και κατοίκους που είχαν καταφύγει στο μοναστήρι.
Οι άγιοι αποκάλυψαν τα ονόματα τους, την ζωή τους, και -το εκπληκτικώτερο- τα ακριβή σημεία όπου ήταν θαμένοι. Και όλα αυτά με εμφανίσεις σε πολλούς ανθρώπους, έτσι ώστε οι μαρτυρίες του ενός να επιβεβαιώνουν και να συμπληρώνουν τις μαρτυρίες του άλλου.
Οι άγιοι επίσης υπέδειξαν πού να σκάψουν για να βρεθούν άγια εικονίσματα και το αγίασμα του αρχαίου μοναστηριού, ενώ από τις πρώτες εμφανίσεις επιβεβαίωσαν την αγιότητά τους με την επιτέλεση θαυματουργικών ιάσεων.
Μια ιερή ιστορία, ένας ιερός τόπος αναδύθηκαν από την απόλυτη λήθη μετά 500 χρόνια, καθώς τίποτε δεν είχε απομείνει από το ολοκαύτωμα της αρχαίας μονής, ούτε στην μνήμη των κατοίκων, ούτε στην επιφάνεια της γης, αφού τα χώματα και τα ελαιόδενδρα κάλυψαν τα πάντα. Μόνο κάποια χαλάσματα από παλαιό εξωκκλήσι απέμειναν στόν τόπο αυτό, χωρίς οι ντόπιοι να γνωρίζουν την προέλευσή τους. Και όταν, κατά θεία ευδοκία, αποφάσισαν να το αναστηλώσουν, η ώρα των θείων αποκαλύψεων είχε έρθει.
Στην συνέχεια παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο μαζί με αυθεντικές φωτογραφίες της εποχής των αποκαλύψεων.
 

Απροσδόκητο εύρημα

[.......................................]

Οι εργασίες άρχισαν στις 22 Ιουνίου του έτους 1959, ημέρα Δευτέρα. Την προηγούμενη μέρα είχαν ανεβή επάνω ο Άγγελος Ράλλης με τον Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό γιά να συνεννοηθούν επί τόπου. Θα έκτιζαν το Εκκλησάκι στη θέση ακριβώς όπου ήταν τα ερείπια από το παλιό Ερημοκλήσι. Ο Τσολάκης ανέλαβε να ισοπεδώσει μόνος του τον χώρο και να ανοίξει τα θεμέλια. Τη Δευτέρα λοιπόν χάραξε το σχέδιο και προγραμμάτισε το σκάψιμο γιά την επομένη. Μπροστά από την παλιά Αγία Τράπεζα εξείχε από το χώμα η κορυφή μιας πέτρας που έπρεπε να βγεί. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκοντάψει πάνω της, αλλά προσπαθώντας να τη βγάλει, έβλεπε ότι ήταν χωμένη βαθειά στη γη και δεν την πείραζε. Τώρα όμως δεν χωρούσε αναβολή.

Πραγματικά την άλλη μέρα, 23 Ιουνίου, άρχισε τις εργασίες γιά το άνοιγμα των θεμελίων. Οταν έβγαλε την πέτρα που εξείχε, διαπίστωσε με έκπληξη ότι είχε ένα με ένάμισυ μέτρο ύψος και ότι δεν ήταν από την περιοχή, αλλά ξένη, "σαρμουσακόπετρα" όπως λένε στην τοπική διάλεκτο. Αποκάτω υπήρχε μια μικρή στρογγυλή κολωνίτσα σπασμένη, που στηριζόταν πάνω σε μια πλάκα. Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο. Ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα χαράς. «Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό» μονολόγησε. «Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι, αφηγείται ο ίδιος. Την ίδια ώρα με κτύπησε μια ευχάριστη μυρουδιά. Κολώνια δεν έχω, για να μυρίζει· από που προέρχεται αυτή η μυρουδιά, αναρωτήθηκα. θα θυμιάζουν ως φαίνεται οι γυναίκες στο χωριό και την φέρνει ο αέρας ως εδώ.

Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου ο Δημητράκης με το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν ο πιό κατάλληλος γιά να κατεβή στο μικρό σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό. Έπιασα τότε τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα. Με τα λεγόμενα του ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι πρόκειται γιά τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και χρησιμοποιώντας γιά λοστό ένα ξύλο σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα ένα ανθρώπινο σκελετό...».

Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά και, μόλις διαλύθηκε στο φύσημα του αέρα, φάνηκαν κατακίτρινα. Ο νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα, με λυγισμένα τα δάκτυλα. Το κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, απείχε περίπου μια πιθαμή. Το κάτω σαγόνι έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα κεραμίδι με τρείς βυζαντινούς σταυρούς χαραγμένους. Για προσκέφαλο είχε μια λιγδόπετρα. Ο τάφος ήταν φτιαγμένος στα πλάγια με πέτρες και στον πυθμένα με κόκκινες πλάκες. Ανάμεσα στις πέτρες, κεραμίδια παλιάς εποχής μαυρισμένα, μάλλον από φωτιά. Στο κεφάλι και στα πόδια του νεκρού ο τάφος σχημάτιζε καμάρα και στη μια πλευρά είχε μια θυρίδα με ένα χωματένιο καντήλι.

Η ευωδία συνέχισε να βγαίνει κατά κύματα. Προσπάθησε με το φτυάρι να βγάλει τα οστά, αλλά κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο δεν μπορούσε να βάλει κανένα στο φτυάρι. Με πολλά ερωτηματικά κατέβασε και πάλι το γιό του στον τάφο. Το παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του ένα-ένα όλα τα οστά, και ο ίδιος από πάνω τα έπαιρνε και τα έβαζε πάνω σ’ ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.

Το βράδυ κατέβηκε στο χωριό, πήγε στο καφενείο, όπου και συνάντησε τον Άγγελο Ράλλη. "Τι γίνεται Δούκα; ρωτάει ο Άγγελος. Κοντεύεις να τελειώσεις με τα θεμέλια;". "Αύριο μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό" απάντησε ο Τσολάκης και του εξιστόρησε την ανακάλυψη του τάφου πάνω στις Καρυές.

Το είπαν στον εφημέριο της Θερμής π. Ευθύμιο Τσόλο και σε άλλους ντόπιους θερμιώτες. Κανένας όμως δε θυμόταν να έχει ενταφιασθή εκεί χριστιανός. Όλοι τους απαντούσαν "Πως θα πήγαιναν να θάψουν χριστιανό μέσα στο κτήμα του Χασάν-εφέντη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων;".

"Έτσι αφεντικό και επιστάτης δεν έδωσαν καμιά απολύτως προσοχή στα οστά που βρέθηκαν. Αντίθετα, η Βασιλική Ράλλη με τη μητέρα της συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. "Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα μου, εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους. Σκεφθήκαμε λοιπόν να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο νεκρό· με την πρώτη ευκαιρία να τα πλύνουμε και να πούμε στον παπά του χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν χριστιανού, γιατί είχε το κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό Ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Γι’ αυτό και είπαμε στον Τσολάκη να τα προσέχει μέχρι να τα τακτοποιήσουμε.

Εκείνες τις μέρες ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη μαζί με το εγγονάκι της τον Μιχαλάκη. Ξαφνικά το μικρό βλέποντας τα οστά, σαν παιδί που ήταν, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.

Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με τεχνίτες γιά να αρχίσουν το κτίσιμο. Ο ίδιος συγκέντρωνε πέτρες από την περιοχή τριγύρω και τις κουβαλούσε εκεί με το ζώο. Κάποια στιγμή επιχείρησε να περάσει πηδώντας πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού. Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Οργισμένος σηκώνεται, το αρπάζει και το πετάει πέρα φωνάζοντας "Τι λέτε; θα με σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;". Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό της ίδιας μέρας.

Την προηγουμένη όμως που είχε ανεβή πάνω ο παπά-Ευθύμιος κι έκανε τον Αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πεί να τα φυλάξει σε μιαν άκρη, ώσπου να τελειώσει το Εκκλησάκι, να διαβάσει Τρισάγιο και να τα θάψουν πίσω από το Ιερό. Σκέφθηκε λοιπόν ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί. "Καθώς έσκυψα" αφηγείται ο ίδιος "νόμιζες πως με πιάσαν δύο χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστιμένος, αλλά δεν είδα κανέναν. Ξαναεπιχειρώ... τα ίδια! Τολμώ γιά τρίτη φορά... τίποτα! Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα, μονολόγησα και έκανα το σταυρό μου μετά από εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μιά ελιά. Απ’ το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος".

 

Η αρχή των αποκαλύψεων

Οι εργασίες συνεχίζονταν. Οι εργάτες έκτιζαν το Εκκλησάκι σύμφωνα με το σχέδιο που χάραξε ο Δούκας. Στα μισά περίπου του κτισίματος οι πέτρες τελείωσαν, και έσκαψαν λίγο πιο πέρα γιά να βρουν άλλες. Σκάβοντας ανακάλυψαν βαθειά στο χώμα κάτι σπασμένα μάρμαρα και εκκλησόπετρες, όπως έλεγαν. Ήταν 3 Ιουλίου 1959, όταν προχωρώντας στο βάθος βρήκαν ένα τοίχο θολωτό με αγιογραφίες. Επρόκειτο, όπως αργότερα εξακριβώθηκε, γιά τη δεξιά αψίδα του Ιερού αρχαίας Εκκλησίας. Αυτοί όμως, χωρίς να το πουν σε κανέναν, άρχισαν να "ξηλώνουν" τον τοίχο και να βάζουν στην άκρη τις πέτρες, γιά να τις χρησιμοποιήσουν.

Την ώρα εκείνη ανέβηκε στις Καρυές η Μαρία Τσολάκη μαζί με τον τετράχρονο γιό της τον Παναγιώτη, γιά να φέρει φαγητό στον άντρα της, τον Δούκα. Βλέποντας τον αρχαίο τοίχο με τις αγιογραφίες, λυπήθηκε. "Κρίμα είναι, καλέ. Πώς τον χαλάτε έτσι;". Αυτοί δεν της έδωσαν σημασία. Η Μαρία προχώρησε προς το μέρος όπου είχαν μεταφέρει την Αγία Τράπεζα από το Ερημοκλήσι, γιά να ανάψει κανένα κερί. Προχωρώντας, βλέπει από το μονοπάτι που οδηγεί στα Πάμφιλα να έρχεται ένας παπάς. Νόμισε πως ήταν ο π. Παχώμιος, εφημέριος του γειτονικού χωριού, γιατί είχε ακούσει ότι ήταν ύψηλόσωμος, σαν τον κληρικό που ανέβαινε.

Όταν την πλησίασε, η Μαρία έσκυψε να του βάλει μετάνοια γιά να πάρει την ευχή του. Πρόσεξε τότε ότι ο κληρικός δεν πατούσε στη γη και, σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε τα μάτια του να λάμπουν σαν το φως του ήλιου. Σαστισμένη φοβήθηκε να του φιλήσει το χέρι και δεν του μίλησε. Τον προσπέρασε, προχώρησε λίγο και, γυρίζοντας σε μια στιγμή να δει προς τα που πήγε, αποσβολώθηκε. Ο κληρικός βρισκόταν στην ίδια θέση ακέφαλος! "Έντρομη έβγαλε μια φωνή "Παναγία μου!", και ο ιερέας χάθηκε από τα μάτια της μέσα σε μια λάμψη.

Πανικόβλητη αρπάζει το παιδί και αρχίζει να τρέχει γιά το χωριό, ρίχνοντας φοβισμένη ματιές προς τα πίσω, γιατί την ακολουθούσε η σιλουέτα εκείνου του κληρικού. Οι άλλοι εργάτες μόλις την είδαν να τρέχει, είπαν παραξενεμένοι στον άντρα της "Η γυναίκα σου τρέχει και βλέπει καταπόδι της". Ο Δούκας ανησύχησε κι έτρεξε να την προφθάσει. "Γιατί φεύγεις σαν να σε κυνηγάν και δεν στέκεσαι να πάρεις τα πράγματα; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;". "Καλά το λένε πως φαντάζει· εγώ, μαθές, είδα τον παπά χωρίς κεφάλι" του άπαντα εκείνη. "Βρε, δεν είσαι με τα καλά σου, διάβασμα θέλεις. Εμείς δουλεύουμε δέκα άτομα, δεν είδαμε τίποτε. Εσύ θα τον έβλεπες μέρα μεσημέρι;". "Εγώ δεν ξανανεβαίνω πάνω. Το φαγητό να το παίρνεις μόνος σου".

Αυτά τα λόγια αντάλλαξαν, και η Μαρία αναστατωμένη έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό. Σ’ όλο το δρόμο την ακολουθούσε ο κληρικός. Στα μισά περίπου συναντά μια γριά Θερμιώτισσα, τη Σοφία Καρανικόλα, η οποία, βλέποντας την σ’ αυτήν την κατάσταση, τη ρώτησε "Τι έπαθες, κόρη μ'; Μην είδες τον παπά; Αυτή η Παναγία εκεί πάνω φάνταζε από παλιά, αλλά κανένας δεν έπαθε ποτέ κακό". Η Μαρία ντράπηκε να της το πει· την χαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο της.

Το ίδιο βράδυ είδε ένα ολοζώντανο όνειρο, που ήταν η αρχή των αποκαλύψεων. Μια πανέμορφη μαυροφόρα γυναίκα ήρθε δίπλα της, έβαλε το κρύο χέρι της στο μέτωπο της και της είπε: "Μαρία, δεν έπρεπε να φοβηθής. Αυτός που είδες δεν ήταν φάντασμα, ούτε ο παπάς του χωρίου. Ήταν ο καλόγερος που ασκήτευε εκεί πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια μέρα θα μάθετε το όνομα του, την καταγωγή του και τα μαρτύρια του όλα. Εκεί πάνω είμαστε δύο χάρες, Παναγία και αγία Παρασκευή. Δεν θέλω κεριά, θέλω καντήλι ακοίμητο. Σήκω τώρα και πάρε το μωρό σου, που κλαίει. Άλλη βραδιά θα σε ξαναεπισκεφθώ, γιατί εκεί θα αρχίσει μεγάλο ιστορικό. Πολλά θα πάθεις, πολλά θα ακούσεις, αλλά εσύ να μη λαθέψεις από το δρόμο που σου χάραξα". Μ’ αυτά τα λόγια, η Παναγία υψώθηκε και χάθηκε.

Η Μαρία ξύπνησε και ένιωθε την κρυάδα στο μέτωπο της. Τόσο ζωντανό ήταν το όνειρο αυτό, ώστε ρώτησε τον άντρα της "Μήπως άφησες την πόρτα ανοιχτή; Λίγο πιο πριν μπήκε μια μαυροφόρα μέσα". "Σίγουρα σάλεψαν τα λογικά σου, της αποκρίθηκε εκείνος. Την ήμερα βλέπεις έναν παπά, τη νύχτα μια μαυροφόρα. Τι θα γίνει με σένα;". Η Μαρία δεν ξαναμίλησε, αλλά μ’ ένα αίσθημα χαράς και φόβου ξημερώθηκε με το παιδί στην αγκαλιά.

Το πρωί παρ’ όλη την περιπέτεια της προηγούμενης ημέρας, ανέβηκε στις Καρυές, πήρε το πήλινο καντήλι που είχε βρεθή στον τάφο του άγνωστου νεκρού και το άναψε πάνω στην παλιά Αγία Τράπεζα. Από τότε φρόντιζε να καίει νύχτα μέρα ακοίμητο. Στενοχωρημένη μάλιστα καθώς ήταν από τα λόγια του άντρα της, παρακάλεσε με θερμή πίστη την Παναγία· ""Ας ήταν να έβλεπε κάτι και ο άντρας μου, να πιστέψει κι εκείνος πως αυτά που είπα δεν τα έβγαλα από το μυαλό μου".

Εντωμεταξύ μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό ότι η Μαρία Τσολάκη είδε τον παπά στο κτήμα του Ράλλη, και άρχισαν τα σχόλια. Ο γέρο-Ηλίας όμως ο Διγιδίκης βρήκε τον Δούκα και τον καθησύχασε λέγοντας του ότι κι εκείνος μικρός είχε δεί όχι μόνο έναν, αλλά δύο παπάδες να εμφανίζονται και να χάνονται ξαφνικά στο κτήμα αυτό.

Την Κυριακή, δύο τρείς μέρες δηλαδή μετά, ο Δούκας ανέβηκε πρωί πρωί στις Καρυές με το κυνηγετικό όπλο στο χέρι. Πήγε γιά να σκοτώσει μια αλεπού που πρίν λίγες μέρες του έπνιξε ένα κατσίκι στο λαγκάδι. Η ώρα περνούσε χωρίς αποτέλεσμα. Άπρακτος κάθησε σε μια καμπουρωτή ελιά να ξαποστάσει, θα ήταν η ώρα της θ. Λειτουργίας, γιατί ηχούσαν οι καμπάνες του χωριού. Καθώς το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το μονοπάτι γιά τα Πάμφιλα, βλέπει να έρχεται από μακριά ένας αξιωματικός με χακί ρούχα, χρυσά κουμπιά, χωρίς καπέλο όμως ή άλλα διακριτικά. Όπως ερχόταν, τον είδε να κάνει πρώτα το σημείο του Σταυρού κι έπειτα να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Απόστρατος αξιωματικός θα είναι, σκέφτηκε, και έρχεται από τα Πάμφιλα να δει κανένα κτήμα. Κυριακή μέρα, είδε που κτίζεται η Εκκλησία και κάνει το σταυρό του...».

Με τις σκέψεις αυτές ο Δούκας συνέχισε να κάθεται αμέριμνος. Ο αξιωματικός πλησίαζε και σε κάθε του βήμα σταυροκοπιόταν. "Μπα, αγαθός είναι ετούτος" είπε ο Δούκας και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Η μορφή του ασυνήθιστη, αλλιώτικη. Τα μάτια του άστραφταν σαν καθρέφτες που αντανακλούν το φως του ήλιου. Ο Δούκας άρχισε να ανησυχεί. "Μήπως έρχεται με σκοπό να μου πάρει το όπλο από τα χέρια;" Σηκώθηκε όρθιος και του φώναξε χειρονομώντας. "Τι γυρεύετε, κύριε; Κανένα κτήμα; Να σας το δείξω... Ε! δεν με βλέπεις, δεν μ’ ακούς;". Ο αξιωματικός δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να προχωράει, ώσπου πλησίασε στα τρία μέτρα. Έκανε γιά πολλοστή φορά το σημείο του Σταυρού. Τα μάτια του έλαμψαν μ’ ένα ανερμήνευτο τρόπο. "Τι πράγμα είναι αυτό πάλι;" είπε ο Δούκας κι έκανε να αρπάξει το όπλο που είχε ακουμπησμένο δίπλα του. Καθώς όμως τον είδε να έρχεται κατεπάνω του, έχασε την ψυχραιμία του και βλασφήμησε.

Την ίδια στιγμή ο αξιωματικός χάθηκε μέσα σ’ ένα φως σαν αστραπή. Τα μάτια του Δούκα θόλωσαν και έχασε το φως του γιά αρκετά λεπτά. «Από την τρομάρα μου μήτε όπλο λογάριασα μήτε τίποτε άλλο. Άρχισα να τρέχω προς το χωριό και γιά πότε έφθασα σπίτι μου δεν το κατάλαβα» αφηγείται ο ίδιος. Η γυναίκα του καθώς τον είδε να φθάνει ταραγμένος, ανησύχησε. "Να δείς που θα μάλωσε με τον ιδιοκτήτη του διπλανού κτήματος γιά το νερό". Στην επιμονή της να μάθει τι του συνέβη, της αποκρίθηκε "Τσιμουδιά δε θα βγάλεις. Εσύ τον είδες παπά, εγώ τον είδα αξιωματικό! Αλλά προσοχή, να μην το μάθει κανείς. Αυτά τα περίεργα που γίνονται στις Καρυές, γιά σε πολύ καλό θα μας βγουν, γιά σε πολύ κακό".

[.......................................]

 

"Ραφαήλ το όνομα μου"

Λίγες μέρες αργότερα γίνεται και άλλο θαύμα από τον άγνωστο Άγιο. Η Βασιλική Ράλλη υπέφερε αρκετό καιρό από το στομάχι της. Ό,τι φάρμακα κι αν έπαιρνε, δεν έβλεπε καμιά βελτίωση, και η εγχείρηση ήταν αναπόφευκτη. Μόλις όμως πληροφορήθηκε το θαύμα του Αγίου στην Παρασκευή Δουργκούνα, ανέβηκε με την Μαρία Τσολάκη στις Καρυές και παρακάλεσε με δάκρυα τον Άγιο να την θεραπεύσει. Όταν κατέβηκε στο χωριό, ο άντρας της και η μητέρα της την μάλωσαν, που πήγε στο βουνό και ταλαιπωρήθηκε, ενώ είχαν προγραμματίσει να κάνουν την επομένη μια σειρά ιατρικών εξετάσεων στη Μυτιλήνη. Εκείνη στενοχωρήθηκε πολύ και με κλάματα έπεσε να κοιμηθή.

Μόλις την πήρε ο ύπνος, βλέπει ένα μοναχό με γλυκύτατη και ασκητική μορφή να στέκεται στο πλάι της. "Μην κλαίς. Εμένα μ’ έσφαξαν γιά τον Χριστό, ας σε μάλωσαν και σένα γιά χάρη μου. Θα αποδείξω μια μέρα σε όλους ότι έχουν άδικο. Τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου, είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα. Που πονάς, παιδί μου;". "Στο στομάχι μου" απαντά η Βασιλική. Απλώνει τότε το χέρι του και την σταυρώνει τρεις φορές λέγοντας: "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... Βασιλική, είσαι καλά. Προχώρει, μη δειλιάζεις, κι εγώ θα μεσιτεύω στον Κύριο γιά σένα".

Την ίδια στιγμή ξύπνησε κι έκανε το σταυρό της με δάκρυα ευγνωμοσύνης. Η γαλήνια μορφή του Αγίου ήταν βαθειά αποτυπωμένη στο νου της. Το πρωί σαν ξημέρωσε, διηγήθηκε το θαύμα στους δικούς της. Εκείνοι δεν πίστεψαν ότι έγινε καλά και επέμεναν να κάνει τις εξετάσεις. Η Βασιλική όμως ήταν υπερβέβαιη γιά την ευεργεσία και τους αγνόησε. Πραγματικά, από τότε μέχρι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν την ξαναενόχλησε το στομάχι της κι ούτε χρειάστηκε να πάει σε γιατρό η να πάρει φάρμακα. Μετά τη θαυμαστή θεραπεία της, ανέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στις Καρυές και προσευχόταν. Ασπαζόταν το κασονάκι όπου είχαν τοποθετήσει τα λείψανα και θερμοπαρακαλούσε: "Ποιός είσαι, άγνωστε μου Άγιε; Σε πιστεύω με όλη μου την καρδιά. Πες το όνομα σου να το δοξάσουμε όπως σου αξίζει".

Μια νύχτα λοιπόν ξαναείδε στον ύπνο της τον μοναχό με την χαρακτηριστική επιβλητική φυσιογνωμία. "Είμαι ο οσιομάρτυς Ραφαήλ, της λέει. Δικά μου είναι τα οστά που βρέθηκαν. Ζούσα στο Μοναστήρι των Καρυών και μ’ έσφαξαν οι Τούρκοι, αφού προηγουμένως με βασάνισαν σαν τον Χριστό. Είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα". Ξύπνησε και θυμόταν καλά το όνομα: Ραφαήλ, θα ήταν τρείς η ώρα. Από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό της ξύπνησε και τον άντρα της να του το πει. Το πρωί το συζήτησαν και με τη μητέρα της. Την συμβούλεψαν να μην πει λέξη σε κανένα, γιά να μην τους σχολιάζουν στο χωριό.

Μετά από λίγο, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ήρθε οτό σπίτι τους η Μαρία Τσολάκη και κοντοστεκόταν σαν να ήθελε κάτι να τους πει. "Τι είναι, Μαρία; Μην είδες πάλι εκείνον τον πάπαδο;" την πείραξε ο Άγγελος, γιατί έτσι έλεγε η Μαρία τον κληρικό που είχε δει ακέφαλο πάνω στις Καρυές, επειδή ήταν υψηλόσωμος. "Όχι, Άγγελε. Μόνο είδα την ίδια μαυροφόρα γυναίκα, την Παναγία, και μου είπε ότι το όνομα εκείνου του παπά είναι Ραφαήλ".

Ακούγοντας τα λόγια της, έμειναν και οι τρεις άναυδοι. "Τι πάθατε, Άγγελε; Εγώ στ’ αλήθεια είδα την Παναγία και μου είπε τρεις φορές το όνομα". "Σε πιστεύω, Μαρία, αποκρίθηκε ο Άγγελος, γιατί το ίδιο όνομα έμαθε και η Βασιλική απόψε το βράδυ. Είμαστε ξυπνητοί από τις τρεις τα χαράματα και, τώρα μόλις, πάλι την ίδια συζήτηση είχαμε. Αν μεσολαβούσε λίγη ώρα και κατέβαινα στην αγορά χωρίς να με προλάβεις, θα έλεγα ότι είχατε συνεννοηθή. Ενώ τώρα είναι ολοφάνερο πως κάτι σπουδαίο έγινε και στις δυό σας. Αλλά πες μας τι ακριβώς είδες".

"Χθες το απόγευμα ανεβήκαμε με την γυναίκα σου την Βασιλική και τον γιο μου τον Παναγιώτη στις Καρυές να ανάψουμε τα καντήλια. Πλησιάζοντας στο Εκκλησάκι, μου λέει το παιδί "Μαμά, στην ελιά έξω από την Εκκλησία κάθεται μια γριούλα και με καλεί με το χέρι της". Εμείς δεν βλέπαμε τίποτε και το ρώτησα που ήταν η γριά. "Μπήκε μέσα στην Εκκλησία" μας απάντησε κι έτρεξε να πάει κι εκείνο μέσα. Βγήκε όμως έκπληκτο και μας είπε ότι η γριούλα βγήκε από το παράθυρο. Δεν το πιστέψαμε και το μάλωσα, νομίζοντας ότι μας κορόιδευε. Τη νύχτα όμως είδα την Παναγία στον ύπνο μου και μου είπε: "Το παιδί δεν είπε ψέματα, Μαρία. Εγώ ήμουν, και αν τ’ άφηνες μόνο του, θα του έδινα την εικόνα μου στην αγκαλιά του. Εδώ μ’ έχει θαμμένη με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγερος που ζούσε εδώ πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι".

Την ίδια στιγμή παρουσιάσθηκε στα δεξιά της ο παπάς εκείνος, τον έδειξε με το χέρι της και μου είπε: "Δικά του είναι τα οστά που βρήκατε. Αύριο να πάς στον παπά-Παχώμιο που είναι στο διπλανό χωριό, να του πείς ν’ ανεβή στο Εκκλησάκι, να λειτουργήσει και να μνημονεύσει τα οστά με το όνομα Ραφαήλ, όχι αγνώστου. Να κάνετε και κόλλυβα. Αν δεν πάς, χειρότερα από τον άντρα σου θα πάθεις!". Την ρώτησα, γιατί να πάμε στον παπά-Παχώμιο και όχι στον παπά του χωριού μας, και μου απάντησε. "Γιατί είναι καλογερόπαπας". Τρείς φορές είδα το ίδιο όνειρο, γιατί κάθε φορά που ξυπνούσα, ξεχνούσα το όνομα. Που να το θυμάμαι; Μαθές, έχουμε τέτοιο όνομα στο χωριό μας; Την τρίτη φορά μου λέει η Παναγία "Σήκω, κόρη μου, και γράψε το όνομα του, να μην το ξεχάσεις"...".

Δόξασαν το όνομα του Θεού και πήραν την απόφαση να πάνε να ειδοποιήσουν τον ιερομόναχο Παχώμιο, εφημέριο της γειτονικής Κοινότητας των Πύργων. Αλλά η μητέρα της Μαρίας, όταν της το είπαν, αντέδρασε και ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές της. Έτσι, αναγκάσθηκαν να στείλουν τη γειτόνισσα τους Βιργινία Αδάμ. Ο π. Παχώμιος αμφέβαλε γιά τη γνησιότητα των ονείρων και της είπε "Την Λειτουργία θα σας την κάνω με όλη μου την καρδιά, αλλά μη μου ζητάτε να μνημονεύσω αυτό το όνομα. Χρειάζεται προηγουμένως να πάρω άδεια από τη Μητρόπολη". Ήταν 6 Όκτωβρίου 1959.

Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, που θα τελούσε τη Λειτουργία, είδε το ακόλουθο όνειρο και μάλιστα δε δίστασε να το περιγράψει με γραπτή κατάθεση του προς τον Μητροπολίτη. "Βρέθηκα στο νεόκτιστο Εκκλησάκι του λόφου των Καρυών, που έλαμπε ολόκληρο από φως. Στα αριστερά της Αγίας Τραπέζης είδα ένα κληρικό με άσπρα μαλλιά και γένια που έμοιαζε με τον παπά-Ευθύμιο, τον εφημέριο της Θερμής. Του λέω "Ούτε ιερό έκανες, αλλά ούτε και νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου". Αμέσως εκείνος άλλαξε όψη και φάνηκε με διαφορετική μορφή· υψηλός, με μαύρα μαλλιά και μαύρα γένια, σοβαρός, επιβλητικός. "Έμαθα ότι ο νέος ασκητής που φανερώθηκε ονομάζεται Ραφαήλ" του είπα, κι εκείνος συμπλήρωσε με έμφαση "Καί η καταγωγή μου εξ Ιθάκης". "Σκέφτομαι, συνέχισα, να παραγγείλω την εικόνα του στο Άγιον Όρος, όπου αγιογραφούν με ευλάβεια". "Και την Ακολουθίαν μου μαζί" αποκρίθηκε ο "Άγιος".

Την άλλη μέρα το πρωί λειτούργησε στο Εκκλησάκι των Καρυών και μνημόνευσε γιά πρώτη φορά το όνομα Ραφαήλ. "Αν δεν πιστεύετε, είπε στο εκκλησίασμα, αυτές τις γυναίκες που πληροφορήθηκαν το όνομα του Αγίου, πιστέψτε εμένα που βαστώ τα Άγια και τρέμει η γη κι ο ουρανός· Ραφαήλ είναι το όνομα του Αγίου".

Εντωμεταξύ μέσα στον Οκτώβριο του 1959 πολλαπλασιάζονται οι εμφανίσεις του Αγίου κατά τις οποίες ο ίδιος φανερώνει το όνομα του σε πολλά πρόσωπα. Ένας απ’ αυτούς, ο Κώστας Τσαλίκης, πήγε στο Εκκλησάκι των Καρυών μια εικόνα του Ταξιάρχη γιά αφιέρωμα και άκουσε μια φωνή "Κώστα, Κώστα, το όνομα μου είναι Ραφαήλ!" Τρομοκρατημένος άφησε την εικόνα και έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό.

Η ανεψιά του εφημερίου της Θερμής π. Ευθυμίου, Μυρσίνη Λυκαρδοπούλου, είδε στον ύπνο της τον "Άγιο αυστηρό να την πιάνει από το χέρι και να επαναλαμβάνει: "Ραφαήλ, Ραφαήλ, Ραφαήλ είναι το όνομα μου! Μην αμφιβάλλεις".

Η συνταξιούχος καθηγήτρια Ευγλωττία Σβορώνου, από τους Πύργους, τον είδε μέρα μεσημέρι μέσα στο σπίτι της με λαμπερό μαύρο ράσο, επανωκαλύμμαυχο και κομποσχοίνι περασμένο στο λαιμό. Συγκλονισμένη η Εύγλωττία πήγε αμέσως στον π. Παχώμιο και του ζήτησε να ανεβούν στις Καρυές, όπου και έψαλαν Παράκληση μπροστά στα λείψανα του Αγίου.

Η Μαρία Δουργκούνα είδε στον ύπνο της, στα μέσα Νοεμβρίου 1959, ότι μπήκαν στο σπίτι τους δύο γυναίκες μαζί με ένα μοναχό. Η μία γυναίκα κρατούσε ένα άρτο και της είπε ότι ήταν η Θεοτόκος, ενώ η άλλη με τον Σταυρό στο χέρι ήταν η αγία Παρασκευή. Ο μοναχός την πλησίασε και την ρώτησε τι βιβλία διαβάζει. "Να διαβάζεις την Αγία Γραφή" της είπε. Εκείνη τότε τον ρώτησε ποιος ήταν, και της απάντησε: "Ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη".

[.......................................]

 

Η εύρεση της σιαγόνας του Αγίου Ραφαήλ

Οι αποκαλύψεις συνεχίζονται και τα γεγονότα παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις. Τον Ιανουάριο του 1960, η Μαρία Τσολάκη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ και της έδειξε μια ελιά κοντά στο Εκκλησάκι των Καρυών, λέγοντας ότι εκεί, στη θέση αυτής της ελιάς, υπήρχε στα χρόνια τους μια καρυδιά· σ’ εκείνην την καρυδιά τον είχαν κρεμάσει ανάποδα οι Τούρκοι και στο τέλος τον πριόνισαν στο στόμα. Της έδωσε μάλιστα εντολή να σκάψουν οπωσδήποτε σ’ εκείνο το σημείο, γιατί εκεί βρισκόταν η σιαγόνα του, η οποία έλειπε από τα ανευρεθέντα λείψανα του. Την ίδια στιγμή είδε την αναπαράσταση όλων των μαρτυρίων και του πριονισμού του Αγίου. Χρειάστηκε όμως να δεί τον Άγιο κι άλλα δύο βράδια, γιά να νικήσει τους δισταγμούς της και να το πεί στον άντρα της. Ενημέρωσαν την οικογένεια Ράλλη, ιδιοκτήτες του κτήματος, κι εκείνοι συμφώνησαν να υπακούσουν στην υπόδειξη του Αγίου.

Μια Κυριακή μετά την Εκκλησία, η Μαρία με τον Δούκα ανέβηκαν στο λόφο των Καρυών γιά να σκάψουν. Συνάντησαν εκεί την Αγγελική Μαραγκού, τον Γεώργιο Μυκονιάτη και μερικές γυναίκες που είχαν ανεβή γιά να προσευχηθούν. Η Μαρία έδειξε στο Δούκα το σημείο που υπέδειξε ο Άγιος· ήταν το σημείο όπου τον είχε δει γιά πρώτη φορά, ακέφαλο. Ο Δούκας ξερίζωσε το δένδρο και άρχισε να σκάβει. Οι ώρες περνούσαν, η εργασία συνεχιζόταν, χωρίς να βρίσκεται όμως τίποτε, και ο Δούκας άρχισε να εκνευρίζεται και να τα βάζει με τη γυναίκα του. Σε λίγο, το σκάψιμο έφθασε σε σημείο αδιέξοδο. Στη θέση του δέντρου είχε ανοιχθή ένας λάκκος διαμέτρου διόμισυ μέτρων και βάθους ενάμισυ, ενώ στον πυθμένα υπήρχε ένας μεγάλος βράχος. Για μιά στιγμή ο Δούκας σκέφθηκε να τα παρατήσει. “Αλλά μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω, εξομολογείται ο ίδιος, ποιά δύναμη με έσπρωχνε να συνεχίσω".

Έσκαψε γύρω γύρω τα χώματα, στήριξε έπειτα τις πλάτες του στα τοιχώματα του λάκκου, βάζοντας όλη του τη δύναμη, έσπρωξε με τα πόδια του το βράχο. Ο βράχος μετακινήθηκε και τότε έκπληκτοι όλοι είδαν αποκάτω μιά ανθρώπινη σιαγόνα. Ήταν κατακίτρινη, ανέδιδε μια έντονη ευωδία και δεν της έλειπε κανένα δόντι. "Αυτό είναι το σαγόνι του Αγίου, μονολόγησε ο Δούκας. Άν δεν μας έδειχνε ο ίδιος το σημείο, δεν θα το βρίσκαμε ποτέ". Μ’ αυτές τις σκέψεις το έπιασε με ευλάβεια και το έδωσε στη γυναίκα του, λέγοντας της να το βάλει με προσοχή μέσα στο κασονάκι, με τα υπόλοιπα λείψανα. Εκείνη το πήρε, πήγε στο Εκκλησάκι, αλλά επειδή φοβήθηκε να πλησιάσει στο κασονάκι, το έρριξε βιαστικά στο περβάζι του παραθύρου, χωρίς να πει σε κανένα τίποτε. Μέχρι το βράδυ, όμως που έπεσε να κοιμηθή, κάτι την βασάνιζε μέσα της.

Τη νύχτα είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ, ο όποιος την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε δυνατά και της είπε αυστηρά: "Γιατί φοβήθηκες και πέταξες το σαγόνι μου; Το σαγόνι που βρήκατε είναι το δικό μου, που το έκοψαν οι Τούρκοι και το πέταξαν. Παρασύρθηκε από τα αίματα μέχρι τη ρίζα του βράχου, εκεί που το βρήκατε. Όταν ανέβηκαν οι Χριστιανοί και μας έθαψαν κρυφά, δεν το βρήκαν να το θάψουν μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου. Δεν φοβήθηκες τότε που πλύνατε με τη Βασιλική τα οστά μου, και φοβήθηκες τώρα; Να σηκωθής αύριο πρωί πρωί, να πάς να το πάρεις, να το πλύνεις και να το βάλεις μέσα στο κιβώτιο με τα οστά μου. Άν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθής όπως ο άντρας σου!".

Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί, μαζί με την κουμπάρα της Μαριάνθη Ορφανέλλη και τη Βασιλική Ράλλη, παρά το τσουχτερό κρύο και το χιονόνερο που έπεφτε, ανέβηκαν στις Καρυές, έπλυναν τη σιαγόνα του Αγίου, τη θύμιασαν και την τοποθέτησαν μαζί με τα άλλα λείψανα του.

 

Οι ενδοιασμοί του Μητροπολίτη

Η εύρεση της σιαγόνας του αγίου Ραφαήλ ήταν η πρώτη από το πλήθος των θαυμαστών ευρέσεων που επακολούθησαν. Προς το παρόν αποτελούσε σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο γιά τη γνησιότητα του ιστορικού των Αγίων που τότε είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται. Μετά απ’ αυτό το γεγονός, αποφάσισαν να ξαναεπισκεφθούν τη Μητρόπολη, γιά να βρουν τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης και να του αναφέρουν γιά την ανεύρεση των λειψάνων και τις εμφανίσεις του Αγίου. Πήγαν λοιπόν οι Επίτροποι της Εκκλησίας με τον Άγγελο Ράλλη, αλλά επειδή δεν είχαν οι ίδιοι προσωπική εμπειρία, δεν κατόρθωσαν να γίνουν πιστευτοί. Όταν γύρισαν, είπε ο Ράλλης στη Μαρία Τσολάκη "Εσύ τον είδες πρώτη, εσύ να πας να τα πεις στο Δεσπότη".

Με τα πολλά εκείνη δέχθηκε και μαζί με την πεθερά του Ράλλη, την Αγγελική Μαραγκού, πήγαν στον Μητροπολίτη. Ο Μητροπολίτης, αφού άκουσε όλα όσα του διηγήθηκε η Μαρία Τσολάκη γιά τα θαύματα και τις εμφανίσεις του αγίου Ραφαήλ, της είπε "Είναι τόσο παράδοξα αυτά που μου λέτε, ώστε δεν μπορώ να τα πιστέψω, θέλω χειροπιαστές αποδείξεις!". "Και τι είναι, Σεβασμιώτατε, ο Άγιος, γιά να τον πιάσω από το χέρι και να τον φέρω εδώ να τον δείτε; Εμφανίζεται γιά λίγο κι ύστερα χάνεται" του αποκρίθηκε με πρωτόγνωρο θάρρος. Τη στιγμή εκείνη της ήρθε στο νου και του διηγήθηκε ένα όνειρο που το είχε δει τρεις φορές τρία διαφορετικά βράδυα πριν λίγο καιρό.

"Σαν να βρισκόμουν στις Καρυές. Βλέπω τον άγιο Ραφαήλ με επανωκαλύμμαυχο έξω από το Εκκλησάκι. Του έβαλα μετάνοια και φίλησα το χέρι του. "Δεν ήρθα εδώ μόνος μου, μου είπε. Ήρθα με το διάκονο Νικόλαο, που μαρτύρησε μαζί μου. Το μνημείο του είναι στο αριστερό προαύλιο της αρχαίας Εκκλησίας, τρία μέτρα αριστερά. Όταν το βρείτε, δεν θα πειράξετε τις πλάκες που έχει επάνω. Ν’ ανεβή αμέσως ο ιερεύς. Εκείνο το βράδυ θα αγρυπνήσετε κοντά του".

Την ίδια στιγμή μου έδειξε που βρίσκεται το μνημείο. Είναι στη βάση μιας ξερολιθιάς. Έκανε τότε τρεις σταυρούς αποπάνω με το χέρι του, λέγοντας "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος". Άνοιξε η γη, και είδα πως ακριβώς είναι το μνημείο. Σκεπασμένο με μαύρες μισοκαμένες πλάκες, κόκκινες πλάκες στα πλάγια, δύο πέτρες δεξιά κι αριστερά να βαστούν το κρανίο, άλλη πέτρα κάτω από το κεφάλι, στο στόμα ένα κεραμίδι με δύο σταυρούς και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

"Λίγο πιο πέρα είδα μια μαυροφόρα που έκλαιγε και μου είπε "Περπατάς, με πατάς και δεν σκύβεις να με πάρεις”».

Όση ώρα τα έλεγε αυτά, ο Δεσπότης τα έγραφε όλα. Στο τέλος την έβαλε και τα υπέγραψε. "Άν πραγματικά, της είπε, ευρεθούν έτσι όπως μου τα είπατε, τότε μόνον θα πιστεύσω ότι όλα είναι αλήθεια".

Όταν γύρισαν στο χωριό και τα διηγήθηκαν, εκνευρισμένος ο άντρας της έβαλε τις φωνές· "Καλά, εσύ στα βαφτίσια τους ήσουν και έβγαλες τον ένα Ραφαήλ και τον άλλο Νικόλαο;". Κι ο Άγγελος Ράλλης της είπε "Εδώ εμείς δεν σιγουρέψαμε ακόμη τον ένα Άγιο, κι εσύ μίλησες και γιά άλλον; Αν δεν βρεθή ο τάφος, τι θα γίνει με τον Δεσπότη; Δεν είναι, μετά, να εμφανισθούμε πουθενά". “Ε, αν δεν βρεθούν, Άγγελε, έτσι ακριβώς όπως τα είπα στον Δεσπότη, τότε θα πούμε πως όλα όσα είδαμε μέχρι τώρα είναι ψέματα".

 

Καμένα παιδικά οστά (η εύρεση του πιθαριού με οστά της Αγίας Ειρήνης)

Εκείνο τον καιρό, μια άλλη θερμιώτισσα, η Βιργινία Αδάμ, είχε δει στον ύπνο της ότι αριστερά από το Εκκλησάκι, δυό-τρία μέτρα όμως ανατολικότερα από εκεί που έδειχνε η Μαρία Τσολάκη, υπάρχουν μαυρισμένα οστά· μιά άγνωστη γυναίκα της εξήγησε ότι αυτά τα οστά ανήκουν σε μάρτυρα. Το πρωί διηγήθηκε το όνειρο της στον π. Ευθύμιο, στον Άγγελο Ράλλη, στο Δούκα Τσολάκη και σε μερικούς άλλους Θερμιώτες.

Ο Δούκας, πιστεύοντας ότι στο σημείο που είχε δει η γυναίκα του ήταν απίθανο να είχαν θάψει νεκρό, αφού το έδαφος ήταν επικλινές και βραχώδες, αποφάσισε να σκάψει εκεί που έδειξε η Βιργινία Αδάμ, γιατί το χώμα ήταν μαλακό και χωρίς πέτρες. Άρχισε το σκάψιμο και σε μικρό βάθος ήρθαν στο φως μερικά οικιακά σκεύη αρχαίας εποχής, όλα πήλινα, σπασμένα φλυτζάνια, σπασμένες κούπες με ζωγραφισμένους σταυρούς και διάφορα άλλα σχέδια, κρύσταλλα από πολυέλαιο, ένδειξη ότι ήταν αντικείμενα μοναστηριού. Συνεχίζοντας το σκάψιμο, βρήκε τρία μεγάλα πιθάρια.

Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν μέσα μαυρισμένο από φωτιά και στον πυθμένα του υπήρχε μια μεγάλη πέτρα μαυρισμένη και καμένη. Κάτω από την πέτρα βρέθηκαν λίγα παιδικά οστά μισοκαμένα: ένα χεράκι, ένα ποδαράκι, δυό-τρία δαχτυλάκια, καρβουνιασμένα πλευρά και μία ωμοπλάτη. Την έκπληξη τους διαδέχθηκε η απογοήτευση· έσκαβαν γιά τον τάφο του διακόνου Νικολάου και αντί γι’ αυτόν βρήκαν ένα πιθάρι με καψαλισμένα παιδικά οστά.

"Να δούμε τώρα, πως θα τα βγάλεις πέρα με τον Δεσπότη, θυμάσαι τι του είπες; Τα υπέγραψες κιόλας" είπε ο Άγγελος Ράλλης στενοχωρημένος στη Μαρία Τσολάκη. "Καί μη χειρότερα, του αποκρίθηκε απογοητευμένη κι εκείνη. Μνημείο γυρεύαμε και κιούπι βρήκαμε. Τέλος πάντων, εδώ επάνω άλλους έσφαξαν, άλλους έκαναν ψητούς και άλλους κρομμυδάτους!" Λέγοντας τα αυτά γέλασε με απλότητα, γέλασαν και οι άλλοι μαζί της. "Εγώ πάντως επιμένω στο σημείο που μου έδειξε κι όχι εκεί που σκάψατε εσείς", συνέχισε.

Την ίδια νύχτα παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ο άγιος Ραφαήλ θυμωμένος, την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε με δύναμη και της είπε με πολύ αυστηρό ύφος: "Γιατί περιγέλασες τα οστά που βρέθηκαν στο πιθάρι; Δε φθάνει μόνο αυτό, αλλά εξαιτίας σου γέλασαν και οι άλλοι. Αν ήξερες τι θρήνος έγινε μέσα σ’ αυτό το κιούπι, θα ράγιζε η καρδιά σου! Εκεί μέσα οι αγριότουρκοι βασάνισαν τη Ρηνούλα, το κοριτσάκι του προεστού, με τον πιό βάρβαρο τρόπο μπροστά στους γονείς του, και συ τώρα που βρέθηκαν τα κοκκαλάκια του γέλασες; Όταν οι Χριστιανοί μας έθαψαν νύχτα, έθαψαν και την Ρηνούλα κοντά στον πατέρα της. Αυτά τα κοκκαλάκια ξεχάστηκαν μέσα στο πιθάρι, γιατί τα σκέπαζε η πέτρα που έπεσε από τον γκρεμισμένο τοίχο. Ήταν το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι που της έκοψαν οι Τούρκοι".

Ταυτόχρονα της έδειξε την αναπαράσταση αυτού του φρικτού μαρτυρίου. Η Μαρία πετάχθηκε από τον ύπνο τρομαγμένη και έβαλε τα κλάματα. Ο ώμος της, αλλά και το χέρι της ολόκληρο ήταν πιασμένο γιά πολλές μέρες.

Τα λιγοστά οστά της μάρτυρος Ειρήνης τα τοποθέτησαν σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο και τα φύλαξαν μέσα στο Εκκλησάκι.

[.......................................]

 

Περίοδος αναβολής και δοκιμασίας

Ήταν Ιούνιος του 1960. Παρ’ όλους τους δισταγμούς και τις αμφιβολίες, αποφάσισαν να ξανασκάψουν, μιάς και όλα τα ενύπνια μέχρι τότε συμφωνούσαν ως προς το ακριβές σημείο του τάφου. Ανέθεσαν το σκάψιμο στο Δούκα Τσολάκη. Εκείνος όμως συνέχιζε να αμφιβάλλει γιά το υποδεικνυόμενο σημείο. Έσκαψε λίγο και, διαπιστώνοντας ότι το έδαφος εκεί ήταν πετρωμένο, σταμάτησε. "Καλά σας το 'λεγα εγώ ότι δεν μπορεί να υπάρχει τάφος" είπε με σιγουριά πλέον. Κατέβηκαν λοιπόν απογοητευμένοι στο χωριό και στεναχωρημένοι, επειδή θα άρχιζαν πάλι να τους ειρωνεύονται. Πραγματικά, έβλεπαν στην αγορά τον Ράλλη μαζί με τον Τσολάκη και έλεγαν: "Να ο ηγούμενος με τον διάκονο".

Τη νύχτα η Μαρία Τσολάκη είδε στον ύπνο της ότι βρέθηκε στις Καρυές και, λίγο πιο πέρα από το σημείο όπου είχε σκάψει ο άντρας της, πάνω στο μονοπάτι, καθόταν η μαυροφορεμένη γερόντισσα που είχε ξαναδεί και σιγόκλαιγε. "Γιατί, θεία, κλαις; Μήπως έχασες το δρόμο;" την ρώτησε η Μαρία. "Όχι, κόρη μου, δεν έχασα το δρόμο. Κλαίω, γιατί ο άντρας σου σκάλισε λίγο μόνο το χώμα και σταμάτησε χωρίς να σκάψει. Περνάτε και με πατάτε. Σκάψετε να με βγάλετε".

Το ίδιο βράδυ η Βασιλική Ράλλη σε όνειρο της βρέθηκε σ’ ένα δρόμο κοντά στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και είδε τον άγιο Ραφαήλ αυστηρό να της φωνάζει "Βασιλική, Βασιλική, γιατί δεν συνεχίσατε το σκάψιμο γιά το μνημείο του αγίου Νικολάου;". Αυτή προσπάθησε να δικαιολογηθή, αλλά ο Άγιος την διέκοψε απότομα. "Εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Να σκάψετε εξάπαντος. Δεν καταλαβαίνετε ότι η Μητρόπολη και όλος ο κόσμος αυτό το μνημείο περιμένουν γιά να πιστέψουν; Μην απογοητευθήτε. Τρία στρώματα χώμα θα βγάλετε και μετά θα βρεθή ο τάφος".

Αποφάσισαν να ξανασκάψουν στις 13 Ιουνίου. Οι εργάτες που θα έσκαβαν ήταν ο Δούκας Τσολάκης και ο Νίκος Ποδάρας. Ο Άγγελος Ράλλης φοβούμενος τα σχόλια των απίστων, σε περίπτωση που δεν θα βρισκόταν το μνημείο, σκέφθηκε να φύγει εκείνη τη μέρα. "Βασιλική, είπε στη γυναίκα του, αύριο θα πάω στο χωριό μου. Σκάψετε εσείς γιά τον τάφο". Την άλλη μέρα πρωί πρωί έφυγε γιά το χωριό που γεννήθηκε, την Πέτρα της Λέσβου. Αλλά και ο Τσολάκης την παραμονή της ανασκαφής αποφάσισε να μην ανεβή να σκάψει. "Μαρία, μπορεί ο τάφος να υπάρχει, αλλά όχι σε κείνο το σημείο. Εγώ δεν ανεβαίνω να σκάψω, θα κάνω τον άρρωστο. Ας σκάψει μόνο ο Ποδάρας η ας βρουν άλλον εργάτη".

Η γυναίκα του όμως δεν απογοητεύθηκε. "Όλη τη νύχτα προσευχόταν με δάκρυα και θερμή πίστη στο Θεό και Τον παρακαλούσε να φωτίσει τον άντρα της. Καθώς κοιμόταν ο Δούκας, κατά τα μεσάνυχτα, είχε μιάν απροσδόκητη και συγκλονιστική εμπειρία. Χωρίς ο ίδιος να καταλάβει πως, σαν να ήταν μέρα και ανέβαινε στις Καρυές. Στο σημείο που έλεγαν ότι υπήρχε ο τάφος, στο πλάι, κάτω από μιά ελιά βλέπει να κάθεται ένας μικρόσωμος μοναχός με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Μπροστά του υπήρχε μαρμάρινο μνημείο με Σταυρό και πάνω στο Σταυρό ακάνθινος στέφανος. Μόλις ο Δούκας τον πρόσεξε, ο μοναχός του μίλησε "Δούκα, είμαι ο διάκονος Νικόλαος. Γιατί αμφιβάλλεις ότι εδώ υπάρχει ο τάφος μου; Ξέχασες τι έπαθες από τον άγιο Ραφαήλ; Χειρότερα θα πάθεις από μένα". Σήκωσε τότε το δεξί χέρι και σχημάτισε το σημείο του Σταυρού πάνω από το μνημείο. "Εδώ να σκάψετε γιά να με βρείτε" πρόσθεσε.

Ο Δούκας ξύπνησε αναστατωμένος. Χίλιες σκέψεις στριφογυρνούσαν στο μυαλό του. Όταν τον ξαναπήρε ο ύπνος, άκουσε και ο ίδιος και η γυναίκα του μια φωνή απέξω που τον καλούσε "Δούκα... Δούκα... Δούκα..., αυτό που σου είπα μην το ξεχάσεις!". Σηκώθηκε, βγήκε έξω, έκανε ένα γύρο, αλλά πουθενά δεν υπήρχε ψυχή στα έρημα καλντερίμια της Θερμής. Έπεσε ξανά στο κρεβάτι, αλλά δεν πρόλαβε να ξανακοιμηθή· ξαφνικά αισθάνθηκε το σπίτι του να ταρακουνιέται συθέμελα, σαν να γινόταν σεισμός. Ήταν τρεις με τέσσερις τα χαράματα· σηκώθηκε και είπε στη γυναίκα του "Φεύγω γιά τις Καρυές, θα σκάβω συνέχεια μέχρι να βρω νερό..." Εκείνη δεν έβρισκε λόγια να ευχαριστήσει τον Θεό, που μ’ αυτόν τον θαυμαστό τρόπο διέλυσε κάθε αμφιβολία του άντρα της τόσο γιά το μέρος που ήταν θαμμένος ο άγιος Νικόλαος, όσο και γιά τα ονόματα των δύο Αγίων, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τα πίστευε.

Το ίδιο βράδυ η μητέρα της Μαρίας Τσολάκη, η Ελένη Καραδημητράκη, είδε στον ύπνο της τον θείο της Βασιλικής Ράλλη, που είχε πεθάνει πριν από χρόνια. "Ξημερώνοντας, θα ρθει η κόρη σου να σου πει ότι ανεβαίνει στις Καρυές, θα σκάψουν και θα βρουν αυτήν την εικόνα της Παναγίας κάτω από ένα ανάχωμα" της είπε, δείχνοντας μια στρογγυλή εικόνα της Παναγίας. Το πρωί η Μαρία, πριν ανεβή στις Καρυές, πέρασε από τη μητέρα της. Έμεινε όμως έκπληκτη, γιατί η μητέρα της αντί να της φωνάξει, όπως το συνήθιζε όποτε πήγαινε στις Καρυές, της μίλησε γιά εικόνα της Παναγίας που είχε δει στον υπνο της.

Η Βασιλική Ράλλη όμως είχε μια διαφορετική επίσκεψη. Αποβραδίς είδε στον ύπνο της σαν να βρισκόταν μέσα στο Εκκλησάκι των Καρυών. Προσευχόταν και παρακαλούσε την Παναγία να βρεθή ο τάφος του αγίου Νικολάου, γιά να αποστομωθουν οι άπιστοι. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα, μπήκε μέσα ένας μοναχός και της λέει "Να μην σκάψετε, παιδί μου, αύριο, γιατί θα γίνετε ρεζίλι, δεν πρόκειται να βρείτε τίποτα". "Ποιός είσαι πάτερ;" ρώτησε η Βασιλική, κι αυτός απάντησε "Είμαι ο άγιος Ραφαήλ!". Χαμογέλασε όμως και φάνηκαν δύο σειρές μαύρα δόντια πολύ άσχημα.

Κατάλαβε ότι δεν ήταν ο άγιος Ραφαήλ, αλλά ο αντίδικος, και κάνοντας το σημείο του Σταυρού είπε "Εις το όνομα της αγίας Τριάδος να εξαφανισθής". "Σταυρό μην κάνεις, γιατί θα με σκάσεις" ξεφώνησε απεγνωσμένα ο πονηρός, αλλά η Βασιλική άφοβα συνέχιζε να σταυροκοπιέται και να λέει "Ο Σταυρός, το ακαταμάχητο όπλο του Χριστού μας, θα σε κάψει παμπόνηρε". Τότε το Εκκλησάκι γέμισε με φλόγες που έγλυφαν την Βασιλική χωρίς να την καίνε, ενώ ο πονηρός πήρε το σχήμα του σκύλου και με αποτροπιαστικά ουρλιαχτά έφυγε ταπεινωμένος.

Λίγες μέρες πρίν, η Μαρία Τσολάκη είχε μια παρόμοια εμπειρία. Παρουσιάστηκε στον ύπνο της ένας καβαλάρης και της είπε με στόμφο "Εγώ είμαι ο άγιος Δημήτριος, και ήρθα να σου πω να μη σκάψετε γιά τον τάφο, γιατί δεν πρόκειται να τον βρείτε". Η Μαρία από την πρώτη κιόλας στιγμή ένιωσε μια ταραχή κι ένα περίεργο αίσθημα απέχθειας που ποτέ της δεν είχε ξανανιώσει. Κάτι μέσα της την πληροφορούσε ότι δεν ήταν άγιος αυτός. Του ζήτησε λοιπόν να κάνει το σταυρό του, ενώ σταυροκοπιόταν και η ίδια.

Αυτό ήταν, ο πονηρός έσβησε μέσα σ’ ένα πάταγο. Η Μαρία ξύπνησε τρομαγμένη, αλλά δόξασε το όνομα του Θεού που δεν επέτρεψε να την πλανέψει ο αντίδικος. Όταν ξανακοιμήθηκε, είδε μια μαυροντυμένη γυναίκα που της είπε να μην αμφιβάλλει γιά το μνημείο του αγίου Νικολάου. Την διαβεβαίωσε ότι είναι θέλημα Θεού να σκάψουν στο συγκεκριμένο σημείο, γιατί θα τον βρουν οπωσδήποτε κι αυτό θα είναι τρανή απόδειξη γιά όλη την υπόθεση των Αγίων.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι γιά την αποκάλυψη του παρόντος ιστορικού η Πρόνοια του Θεού επιστράτευσε ανθρώπους με πίστη, απλότητα και ταπείνωση, που θέλησαν να υπηρετήσουν με ειλικρίνεια και φόβο Θεού τους Αγίους. Βρήκε σ’ αυτούς καλό εσωτερικό κόσμο και τους έδωσε διάκριση στις κρίσιμες περιστάσεις, ώστε να ξεχωρίσουν τις αποκαλύψεις του Θεού από τις πλάνες του πονηρού, σαν να είχαν μαθητεύσει γιά χρόνια στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, θωρακισμένοι με τη Χάρη Του, εξαιτίας της ταπεινοφροσύνης τους, έμειναν σταθεροί και με το όπλο του Σταυρού διέλυσαν τις πανουργίες του πονηρού.

Αλλά και το γεγονός ότι ο αντίδικος μετήλθε πρώτα όλους τους άλλους τρόπους χωρίς αποτέλεσμα, και την έσχατη ώρα επιχείρησε ο ίδιος πλέον να τους παραπλανήσει και να ματαιώσει την ανασκαφή, πρόδιδε την καθοριστική και ανυπολόγιστη σημασία της ευρέσεως του μνημείου. Δεν χωρούσε πλέον άλλη αναβολή, αφού, έστω και με τα αρνητικά αυτά περιστατικά, κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσουν είχε φθάσει η ώρα γιά την ανεύρεση του αγίου Νικολάου.

 

Αναμφίβολο καύχημα (η εύρεση του Αγίου Νικολάου)

Η 13η Ιουνίου ήταν μιά καλοκαιρινή ηλιόλουστη μέρα με ανυπόφορη ζέστη. Στον τόπο της ανασκαφής είχαν άνεβή, εκτός από τους δύο εργάτες, η Βασιλική Ράλλη, η μητέρα της Αγγελική Μαραγκού, η Ανθούλα 'Αλατερού και η Μαρία Τσολάκη. Ο Τσολάκης και ο Ποδάρας έσκαβαν μουσκεμένοι στον ιδρώτα. Στίς δώδεκα παρά τέταρτο το μεσημέρι, στο σημείο που η Μαρία Τσολάκη και η Μαρία Δουργκούνα είχαν δει την γερόντισσα να κλαίει, βρήκαν ένα μικρό στρογγυλό μολύβδινο εικόνισμα με μιά οπή στην άκρη σαν να κρεμόταν από αλυσίδα. Από τη μια μεριά είχε ανάγλυφη την εικόνα της Παναγίας και από την άλλη την εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Άρχισαν να το ασπάζονται και να σταυρώνονται μ’ αυτό, κι έπειτα το τοποθέτησαν μέσα στο Εκκλησάκι.

Ο Δούκας κατέβηκε στο χωριό και ειδοποίησε τον παπαΕυθύμιο, ο οποίος ανέβηκε και έψαλε την Παράκληση. Σε λίγη ώρα ανέβηκαν και οι αδελφές Δουργκούνα.

Μετά απ’ αυτή τη διακοπή, το σκάψιμο συνεχίσθηκε. Τόσο η κούραση, όσο και ο καυτερός ήλιος έκαναν τους εργάτες να πλέουν στον ιδρώτα. Κατά τις δύο το μεσημέρι ο ουρανός άρχισε να γεμίζει ξαφνικά από σύννεφα. Η λαμπρή καλοκαιρινή ήμερα μεταβλήθηκε σε μελαγχολική φθινοπωρινή. Μια παγωμένη νοτιά, που σηκώθηκε απότομα και λύγιζε τα κλαδιά των δέντρων μέχρι το έδαφος, προμήνυε την μπόρα που θα ξεσπούσε σε λίγο.

Κατά τις τρείς, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές σταγόνες βροχής. Ο παπά-Ευθύμιος έφυγε γιά το χωριό. "Βασιλική, σε λίγο θα ξεσπάσει άγρια μπόρα και αναγκαστικά θα πρέπει να σταματήσουμε" είπε ο ένας από τους εργάτες. Εκείνη όμως θυμήθηκε ότι σε ενύπνιο της Μυρσίνης Δουργκούνα ο άγιος Ραφαήλ είχε πεί ότι το μνημείο του αγίου Νικολάου θα το έβρισκαν μια μέρα βροχερή. Από το στόμα της βγήκαν λόγια πίστως "Προς Θεού, παιδιά, μη σταματάτε! θα τον βρούμε, μη σταματάτε!".

Με υπεράνθρωπο, θαρρείς, κουράγιο οι εργάτες εξακολούθησαν να σκάβουν. Μια ολόθερμη προσευχή έβγαινε από την καρδιά όλων "Θεέ μου, αποστόμωσε τους απίστους! Κάνε να βρούμε το μνημείο!". Ήταν τέσσερις παρά τέταρτο, και η βροχή είχε πλέον δυναμώσει.

Η Βασιλική φοβήθηκε πως θα 'πρεπε πια να σταματήσουν. Απεγνωσμένα έτρεξε μέσα στο Εκκλησάκι, και ο πόνος της έγινε θερμή προσευχή με δάκρυα "Παναγία μου, καλύτερα να με έβρισκε μια συγκοπή, να μην κατεβώ στο χωριό άπρακτη". "Σκεπτόμουν, εξομολογείται η ίδια, ότι, εάν δεν βρίσκαμε τον τάφο του αγίου Νικολάου, δεν θα είχαμε πιά το δικαίωμα να ξανασκάψουμε. Ουτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ούτε η Μητρόπολη θα μας επέτρεπαν να επαναλάβουμε τις ανασκαφές. Αλλά και οι άπιστοι θα χλεύαζαν τους Αγίους και την ιερή υπόθεση των Καρυών".

Ξαφνικά ακούστηκε μιά κραυγή χαράς και συγκινήσεως· "Βασιλική, έλα έξω. Τον βρήκαμε, τον βρήκαμε!" Κάτι σαν ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί της. "Πετάχτηκα έξω από το Εκκλησάκι και η σκηνή που αντίκρισα θα μου μείνει αξέχαστη ως την τελευταία μου πνοή. Ο λατρευτός μας νεκρός είχε βρεθή. Γύρω από τον τάφο του όλοι, γονατισμένοι επάνω στο λασπωμένο χώμα, έκλαιγαν με λυγμούς". Τι είχε συμβή;

Καθώς έσκαβαν ο Τσολάκης και ο Ποδάρας, βρήκαν δύο μεγάλες πλάκες. Ανοίγοντας το μέρος, παρουσιάσθηκαν και άλλες μικρότερες πλάκες κτισμένες μεταξύ τους, κι έτσι φάνηκε ολόκληρο το μνημείο. Σήκωσαν τότε μια μεγάλη πλάκα και φάνηκε από το άνοιγμα ο σκελετός. Καθώς όμως έβγαζαν τις υπόλοιπες, από απροσεξία έσπασαν το αριστερό πόδι.

Ο σκελετός του Αγίου βρέθηκε όπως ακριβώς τον περιέγραφαν τα ενύπνια· το κεφάλι στηριγμένο ανάμεσα σε δύο πέτρες, άλλη πέτρα άποκάτω γιά προσκέφαλο, ένα κεραμίδι με δύο σταυρούς στο στόμα, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Αλλά και ο τάφος βρέθηκε στο ακριβές σημείο που υποδείκνυναν όλα τα άτομα, σε μεγάλο βάθος. Διακρίνονταν καθαρά τρία στρώματα χώμα. Τέλος, η βροχή την ώρα που βρέθηκε ο Άγιος ήταν άλλη μια επιβεβαίωση των αποκαλύψεων που είχαν προηγηθή.

Η Μυρσίνη Δουργκούνα με τη Βασιλική Ράλλη, σαν νέες μυροφόρες, έτρεξαν γρήγορα στο χωριό, γιά να φέρουν την χαρμόσυνη είδηση. Πήγαν κατευθείαν στην Εκκλησία και ενημέρωσαν τον παπά-Ευθύμιο, όπως είχε υποδείξει ο άγιος Ραφαήλ σε ένα από τα ενύπνια. Ο παπά-Ευθύμιος χτύπησε την καμπάνα, το νέο διαδόθηκε αμέσως απ’ άκρη σ’ άκρη της Θερμής, και πολύς κόσμος μαζί με τον Εφημέριο ανέβηκε στις Καρυές να προσκυνήσει και να βεβαιωθή. Από τους πρώτους κατέφθασε και ο Πρωτοσύγκελλος π. Νικόδημος. Η ανεύρεση του τάφου του αγίου Νικολάου έγινε πλέον το αναμφίβολο καύχημα των πιστών.

[.......................................]

 

Νέες ανασκαφές

Η εύρεση του τάφου του αγίου Νικολάου ήταν καθοριστικής σημασίας γιά την άγια υπόθεση των νεοφανών Μαρτύρων. Το γεγονός αυτό απετέλεσε το κέντρο βάρους της, την ατράνταχτη απόδειξη της, το σημείο αναφοράς κάθε καλοπροαίρετου αναζητητή της αλήθειας; Γιατί ήταν η πρώτη σημαντική εύρεση με βάση αποκαλυπτικά ενύπνια που τα είδαν επτά διαφορετικά πρόσωπα σε διάστημα ενός εξαμήνου.

Νέες όμως αποκαλύψεις έρχονται να ολοκληρώσουν την ιστορία του ιερού λόφου.

 

Εύρεση νέου Μάρτυρα

Τέλη Δεκεμβρίου του 1960, η Θερμιώτισσα Κωνσταντίνα Δουγκούρη είδε ότι κάτω από μιά ελιά, στο προαύλιο της μικρής Εκκλησίας των Καρυών υπήρχε τάφος με λείψανα μάρτυρα κι έπρεπε χωρίς καθυστέρηση να σκάψουν εκεί. Η ελιά αυτή ήταν δίπλα στο μνημείο του αγίου Νικολάου.

Στο ίδιο σημείο είδε και η Ακίνδυνα Χατζηαντωνίου, πεθερά του διδασκάλου της Θερμής Ελευθερίου Διγιδίκη, έναν άνδρα ανάμεσα σε μερικά παιδιά κι έψελναν το τροπάριο "Τη ύπερμάχω". Ο ίδιος άνδρας της υπέδειξε να πεί στον γαμπρό της να πιστεύει όσα του λέει ο μαθητής του ο Ψυρούκης.

Ο Κώστας Ψυρούκης έλεγε συχνά στο δάσκαλο του όσα θαυμαστά έβλεπε γιά τους Αγίους και τους άλλους μάρτυρες των Καρυών, αλλά εκείνος αμφέβαλλε.

Τα παραπάνω, καθώς και άλλα ενύπνια που αποκάλυπταν ότι πολλά αντικείμενα κρύβονταν κάτω από τα αγιασμένα χώματα των Καρυών (εικόνα της Θεοτόκου, άλλες εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, κτίσματα κλπ.) ώθησαν τους ευσεβείς Θερμιώτες να πάρουν μιά άδεια γιά ανασκαφή σε περιορισμένη έκταση. Ήταν καρδιά του χειμώνα, 11 Ιανουαρίου 1961, όταν ανέβηκαν να σκάψουν. Στίς ανασκαφές επιτηρούσε ο τότε αστυνόμος των Παμφίλων  Σταύρος το μικρό του όνομα  που καταγόταν από τη Λήμνο, μαζί με ένα χωροφύλακα. Άρχισαν να σκάβουν από το σημείο που υποδείχθηκε στην Κωνσταντίνα Δουγκούρη.

Εκείνες τις μέρες ο Νίκος Ποδάρας, αυτός πού έσκαψε μαζί με το Δούκα Τσολάκη γιά το μνημείο του αγίου Νικολάου, βρισκόταν σε ένα γειτονικό χωριό, στις Νέες Κυδωνίες. Είδε στον ύπνο του τον άγιο Νικόλαο, ξαπλωμένο στο μνημείο του, και του είπε "Νίκο, να πάς στη Θερμή, γιατί αύριο θα βρουν στο πλευρό μου και τον αδελφό μου". Την επομένη άφησε τη δουλειά του, γύρισε στη Θερμή και διηγήθηκε τι είχε δεί.

Τη δεύτερη μέρα των ανασκαφών, βρήκαν ένα μικρό μέρος από τα τείχη του αρχαίου Μοναστηριού, που προχωρούσαν κάτω από τις ρίζες των ελαιοδένδρων. Βρήκαν επίσης τμήμα από ένα τοίχο της αρχαίας Εκκλησίας, την οποία επικάλυπτε το νεόκτιστο Εκκλησάκι, πολλά πήλινα οικιακά σκεύη και, τέλος, έναν τάφο δίπλα στο μνημείο του αγίου Νικολάου.

Ήταν φτιαγμένος με μια σειρά από μεγάλες πέτρες γύρω γύρω και σκεπασμένος με στενόμακρες πλάκες από πέτρα, κτισμένες μεταξύ τους, όπως και ο τάφος του αγίου Νικολάου. Ανοίγοντας τον, αντίκρισαν ένα κουβαριασμένο σκελετό, με το κρανίο χωμένο ανάμεσα στα σκέλη και τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο κεφάλι. Στο στόμα είχε ένα κεραμίδι με ένα βυζαντινό σταυρό χαραγμένο, θέαμα ανατριχιαστικό και μυστηριώδες, που έκανε τον αστυνόμο να γονατίσει και να πεί "Κακομοίρη μου, σε κλαίω, στα χάλια που σε βρήκαμε. Ποιος ξέρει τι φρικτά μαρτύρια έπαθες και τι πόνους τράβηξες!". Η ώρα όμως ήταν ήδη περασμένη, και γι’ αυτό έφυγαν, αφήνοντας τον σκελετό όπως τον βρήκαν.

Το ίδιο βράδυ ο Κώστας Ψυρούκης είδε σε όνειρο ότι βρέθηκε στο Εκκλησάκι, όπου προσευχόταν ένας άγνωστος άνδρας. "Κώστα, είμαι ο διδάσκαλος του χωριού, του είπε. Ο τάφος που βρέθηκε χθες είναι δικός μου. Όταν πριόνισαν τον άγιο Ραφαήλ, με έσφαξαν κι εμένα και έβαλαν το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια. Έτσι κουβαριασμένο και παγωμένο καθώς με βρήκαν οι Χριστιανοί, με έθαψαν δίπλα στον άγιο Νικόλαο. Να πείς πως πρέπει πια να μαζέψουν τα κόκκαλα μου".

Τον σκελετό τον άφησαν όπως τον βρήκαν γιά αρκετές μέρες. Πλήθος κόσμου ανέβηκε στις Καρυές και έμειναν άναυδοι από αυτό που αντίκρισαν. Μια νύχτα έπεσε δυνατή βροχή κι αμέσως μετά έκανε παγωνιά· το νερό μέσα στον τάφο πάγωσε και "ύφανε" κρυστάλλινο σάβανο γύρω από τα οστά. Όταν πήγαν να τα μαζέψουν, τα έβγαλαν κομματιασμένα μέσα από τους πάγους.

Εκείνες τις μέρες η Μαρία Τσολάκη είδε σε ενύπνιο μια μαυροφόρα γυναίκα και της είπε· "Ο νεκρός που βρήκατε, να ξέρατε τι μαρτύρια τράβηξε εκεί πάνω, η καρδιά σας θα ράγιζε. Αυτός δεν ήταν καλόγερος, αλλά ήταν ο διδάσκαλος του χωριού που μαρτύρησε μαζί με τους καλογήρους".

Μιά άλλη νύχτα είδε ο Ψυρούκης πως βρέθηκε μαζί με μερικούς φίλους του σ’ ένα εξοχικό σπίτι κι εκεί συζητούσαν γιά το μνήμα που είχαν βρεί. "Ψέμματα είναι όλα αυτά" είπε κάποιος απ’ αυτούς. Την ίδια στιγμή άκουσαν ένα δυνατό κτύπημα στην πόρτα και μιά φωνή που τους έλεγε· "Ποιό μνημείο κατηγορείτε; Αυτός είναι ο διδάσκαλος του χωριού, και το όνομα του είναι Θεόδωρος".

[.......................................]

 

Αρχές Οκτωβρίου του 1959, η Βασιλική Ράλλη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ ντυμένο μεγαλοπρεπέστατα με μαύρα λαμπερά ράσα, επανωκαλύμμαυχο και επιστήθιο σταυρό. "Ήρθα να συμπληρώσω την ιστορία μου" της είπε και της ανέφερε συνοπτικά πως έφυγε από την ακτή της σημερινής Αλεξανδρουπόλεως και έφθασε στη Λέσβο και ποιο ήταν το μαρτυρικό του τέλος.

Την ίδια στιγμή η Βασιλική σαν μέσα από ένα φακό άρχισε να βλέπει σαν κινηματογραφική ταινία τη φυγή του Αγίου. Ένα πλοιάριο της εποχής εκείνης ασφυκτικά γεμάτο τον μετέφερε μακριά από τον κίνδυνο των Τούρκων. Στα πρόσωπα όλων ήταν ζωγραφισμένος ο τρόμος και η αγωνία. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν δύο μοναχοί. Ο ένας, μεγαλόσωμος, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια προσηλωμένα στον ουρανό, όρθιος, έδινε κουράγιο στους άλλους. Δίπλα του ο άλλος, αδύνατος και μικροκαμωμένος, έσφιγγε στην αγκαλιά του μιά εικόνα της Παναγίας. Ήταν ο άγιος Ραφαήλ με τον άγιο Νικόλαο.

Αποβιβάσθηκαν στην παραλία της Θερμής και αναζήτησαν κάποιο μέρος γιά να μονάσουν. Στο χωριό γνωρίσθηκαν με τον προεστό Βασίλειο και τον δάσκαλο Θεόδωρο, όπως φανερώθηκε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη στις 14 Μαρτίου 1961. Αυτή τη νύχτα είδε στον ύπνο της ότι στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού της και συνομιλούσε με μιά άγνωστη μαυροντυμένη γυναίκα. Ήταν βράδυ, αλλά είχε αστροφεγγιά.

Εκείνη τη στιγμή πέρασαν από μπροστά τους με βιαστικό βήμα δύο μοναχοί με σκονισμένα ράσα και δύο λαικοί κι ανηφόρισαν το δρόμο που οδηγεί στις Καρυές. "Ποιοί είναι αυτοί;" ρώτησε η Μαρία και η μαυροφορεμένη γυναίκα της απάντησε: "Ο άγιος Ραφαήλ κι ο άγιος Νικόλαος μαζί με τον προεστό Βασίλειο και τον διδάσκαλο Θεόδωρο. Σαν σήμερα ακριβώς ήρθαν πρόσφυγες οι καλόγηροι, και ο προεστός με τον δάσκαλο τους ανέβασαν στο Μοναστήρι. Από τότε είχαν αδελφική φιλία και ανέβαιναν τακτικά στο Μοναστήρι".

[.......................................]

 

"Σφαγιασθέντες ώσπερ άρνες"

Πέρασαν έτσι εννιά περίπου χρόνια από τότε που ήρθαν οι Άγιοι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι της Παναγίας. Το φθινόπωρο του 1462, μετά από πολιορκία δεκατεσσάρων ημερών, οι Τούρκοι κυρίευσαν τη Μυτιλήνη και ολόκληρο το νησί. Κατέστρεψαν, τότε, όλα τα Μοναστήρια της Λέσβου. Εγκαταστάθηκαν ασφαλώς και στη Θερμή, αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες των αποκαλυπτικών ενυπνίων  δεν πείραξαν τότε το Μοναστήρι των Καρυών.

Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας στιγμή, ήταν τυραννικοί απέναντι στους Χριστιανούς. "Υποφέραμε πολύ" αποκάλυψε ο ίδιος ο άγιος Ραφαήλ στη Βασιλική Ράλλη σε ένα ενύπνιο το Μάρτιο του 1960. "Μαζί μας υπέφεραν και πολλοί χριστιανοί εξαιτίας ενός γερμανού γιατρού φίλου των Τούρκων, που τους υποκινούσε διαρκώς εναντίον μας, και μας καταπίεζαν ονομαζόταν ντόκτορ Σβάιτσερ".

Όπως φανερώθηκε λίγες μέρες αργότερα σε ένα άλλο ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη, οι Χριστιανοί ταλαιπωρημένοι από την τουρκική καταπίεση, έκαναν μιά ανταρσία και πολλοί βγήκαν στα βουνά. Οι Τούρκοι υποψιάσθηκαν τότε πως είχαν γιά κρησφύγετο το Μοναστήρι.

Γιά να καταπνίξουν την ανταρσία, κάλεσαν ενισχύσεις από την απέναντι περιοχή της Μικρασίας. "Εμάς δεν μας έσφαξαν οι Τούρκοι που κάθονταν στό χωριό, αλλά ξένοι Τούρκοι που ήρθαν από τη Μικρά Ασία μ’ ένα καίκι" είπε η αγία Ειρήνη στον Κώστα Κανέλλο σε ένα ενύπνιο στις 2 Δεκεμβρίου 1961. "Μόλις μάθαμε ότι ένα καίκι γεμάτο Τούρκους άραξε στο λιμάνι του χωριού μας, τρέξαμε αμέσως στο Μοναστήρι να κρυφθούμε και να ειδοποιήσουμε και τους καλογήρους. Ο δάσκαλος μας ειδοποίησε πρώτος και ανέβηκε κι αυτός μαζί μας".

Στίς 9 Μαίου 1961 ο Παναγιώτης Μπάκας, ένας από τους εργάτες που δούλευαν στις ανασκαφές, είδε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στις Καρυές. Το μέρος ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι είναι σήμερα· υπήρχε ένα Μοναστήρι περασμένης εποχής και γύρω γύρω δάσος. Ο ίδιος βρισκόταν από το πίσω μέρος και ξαφνικά άκουσε φωνές και αναταραχή από τη μεριά της εισόδου.

Προχώρησε με προφύλαξη προς τα εκεί και αντίκρισε μιά συνταρακτική σκηνή. Κάτι Τούρκοι με αρχαίες φορεσιές και σαρίκια στο κεφάλι είχαν καταγής τον άγιο Ραφαήλ και τον κτυπούσαν, τον έβριζαν, χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Σε μιά στιγμή ο Άγιος σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε από το λαιμό του ένα μεγάλο Σταυρό που φορούσε και τους είπε "Εμείς αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψουμε". Τότε εκείνοι άρχισαν να τον τραβούν από τα γένια και να τον σέρνουν στη γη.

Ένα ακόμη ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη τον Ιανουάριο του 1960 έρχεται να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου. Είδε τον άγιο Ραφαήλ να συνομιλεί με τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης και να του διηγείται: "Οι Τούρκοι μου έκαναν πολλά μαρτύρια. Πρώτα με χτύπησαν με τα ρόπαλα τους και με έριξαν κάτω παράλυτο. Έπειτα με κεντούσαν με τα κοντάρια τους, με τραβούσαν από τα γένια και με έσερναν καταγής. Ύστερα με έδεσαν σε μια καρυδιά και με χτυπούσαν απάνθρωπα επί ένα εικοσιτετράωρο".

"Όταν με βασάνιζαν, είπα "θα αντέξω τα πάντα γιά το θέλημα του Κυρίου, μέχρι την τελευταία μου πνοή". Κρεμασμένος έβλεπα που κλωτσούσαν και κτυπούσαν τους άλλους καλογήρους, αλλά έλεγα "Εδώ, στον αγώνα μέχρι την τελευταία μου πνοή". Γι αυτό είχα και έχω αυτές τις δυνάμεις" φανέρωσε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη. Σε ένα άλλο ενύπνιο, τον Ιανουάριο του 1960, ο Άγιος της παρουσίασε σε αναπαράσταση τα μαρτύρια του.

Της έδειξε ένα σημείο κοντά στο Εκκλησάκι και της είπε: "Από εδώ με έσερναν από τα γένια και με κτυπούσαν. Με κατέβαζαν έως κάτω και πάλι με ανέβαζαν επάνω και με ξανακατέβαζαν, σέρνοντας με στις πέτρες που είχαν βαφή κόκκινες από το αίμα μου. Έπειτα με κρέμασαν ανάποδα είκοσιτέσσερις ώρες σ’ αυτήν την καρυδιά. Σ’ αυτό το δέντρο τελούσαμε κάθε χρόνο την Ανάσταση. Στο τέλος με πριόνισαν μέσα στο στόμα και με αποκεφάλισαν". "Ήμουν τότε πενηντατριών ετών" της είπε σε όνειρο ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1961.

[.......................................]

 

"Οι συναθλήσαντες θεοφρόνως"

Την Άνοιξη του 1960 σε πολλά ενύπνια αποκαλύφθηκε ότι πάνω στις Καρυές μαρτύρησαν και άλλα πρόσωπα. Όπως έχουμε δει, εξαιτίας της επιδρομής των Τούρκων κατέφυγαν στο Μοναστήρι ο δάσκαλος του χωριού Θεόδωρος και ο προεστός Βασίλειος με την οικογένεια του.

Η Βασιλική Ράλλη στις 7 Μαίου 1961 είδε ότι βρέθηκε στις Καρυές, όπου ήταν πολλά παιδιά και έπαιζαν. Της έκανε εντύπωση ένα χαμογελαστό κοριτσάκι περίπου δώδεκα χρονών και το ρώτησε "Τίνος είσαι, καλέ;". "Η Ρηνούλα είμαι που με βασάνισαν εδώ οι Τούρκοι" της αποκρίθηκε. Η Βασιλική αμέσως το άγκάλιασε και άρχισε να το φιλά. Την αγκάλιασε κι εκείνο και της έλεγε με δάκρυα στα μάτια: "Να ξέρατε τι υποφέραμε όλοι! Να ξέρατε τι μαρτύρια μας έκαναν οι Τούρκοι! Εμένα, μπροστά στους γονείς μου, μου έριχναν βραστό νερό μέσα στο στόμα, αλλά ο πατέρας μου δεν πρόδωσε τους Έλληνες. Έκλαιγε μόνο, που έβλεπε να με βασανίζουν και η μητέρα μου φώναζε σπαρακτικά".

Στις 3 Οκτωβρίου 1961 η Μαρία Τσολακη είδε ότι ήταν στις Καρυές και κοντά στο κιούπι της αγίας Ειρήνης στεκόταν μια όμορφη γυναίκα, λίγο ψηλή και παχειά, γύρω στα σαράντα. Γυρίζει και της λέει: "Ξέρεις ποιά είμαι εγώ; Είμαι η μητέρα της Ειρήνης. Το όνομα μου είναι Μαρία. Να ήξερες τι υποφέραμε από τους Τούρκους! Όταν μας συνέλαβαν εδώ που είχαμε ανεβή να κρυφτούμε, πρώτα άρχισαν να βασανίζουν τη Ρηνούλα μου μπροστά στα μάτια όλων.

Άρπαξαν και το βρέφος, το μικρό Ραφαήλ που σήκωνα στην αγκαλιά μου, το πέταξαν κάτω και το τσαλαπάτησαν με τα πόδια τους. Το σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου. Από τον πόνο μου παραφρόνησα, φώναζα και ορμούσα να το πάρω. Με έδεσαν τότε σ’ ένα δένδρο και με υποχρέωσαν μ’ αυτόν τον τρόπο να παρακολουθήσω το μαρτύριο των παιδιών μου. Δεν άντεξα όμως, παρόλο που έκλεινα τα μάτια μου να μη βλέπω ενώ βασάνιζαν τη Ρηνούλα μου, απελπίστηκα πάρα πολύ και μου ήλθε συγκοπή. Εγώ δεν μαρτύρησα, αλλά ο άνδρας μου τράβηξε πολλά μαρτύρια".

[.......................................]

 

"Το φως του κόσμου"

Στις 25 Ιουλίου 1961 ο Κώστας Κανέλλας είχε άλλη μιά αποκαλυπτική εμπειρία. Ψάρευε με τα γριγρί στο Πλωμάρι. Κατά τις 9 το βράδυ ξάπλωσε μέσα στο αμπάρι του καικιού να κοιμηθή λίγο. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Βλέπει σαν να βρισκόταν στη Θερμή και πλήθος κόσμου ανέβαινε στις Καρυές. Μαζί τους ανηφόριζε κι εκείνος. Ρώτησε τότε "Πού πηγαίνετε;". "Πηγαίνουμε στην Παναγία, γιατί λειτουργούν σήμερα ο άγιος Ραφαήλ κι ο άγιος Νικόλαος" του απάντησαν. Μόλις έφθασαν, αντίκρισε μια αρχαία Εκκλησία. Άκουσε τους Αγίους που έψελναν, είδε τον κόσμο συγκεντρωμένο και σκέφθηκε "Τώρα που τελειώνει η Λειτουργία, τώρα ήρθα". Την ίδια στιγμή βγήκε ο άγιος Ραφαήλ και του λέει "Κώστα, έλα. Σε περιμένουμε".

Πλησίασε, έβαλε μετάνοια, φίλησε το χέρι του Αγίου, κι εκείνος συνέχισε "Πάρε, Κώστα, αυτόν τον κασμά και έλα μαζί μου". Τον οδήγησε πίσω από το Ιερό της αρχαίας Εκκλησίας. Δείχνοντας τον τοίχο, τον πρόσταξε "Χάλασε τον, Κώστα, γκρέμισε τον". Αυτός όμως από συστολή και φόβο δίσταζε, αλλά μπροστά στην επιμονή του Αγίου πήρε την απόφαση. Έριξε τρείς κασμαδιές και άνοιξε ένα μεγάλο χάσμα, από το όποίο βγήκε μια εκτυφλωτική λάμψη. Από το άνοιγμα ο Κανέλλος μπήκε στην Εκκλησία. Στη μέση της Εκκλησίας είδε τον τάφο του αγίου Ραφαήλ και στα πόδια του τάφου ξαπλωμένη την αγία Ειρήνη.

Μόλις τον είδε, σηκώθηκε. Φορούσε ένα μακρύ ευρύχωρο άσπρο φόρεμα. Σε μιά δίπλα του φορέματος της έκρυβε ένα Σταυρό κι ένα μικρό στρογγυλό εικόνισμα. Του έδωσε τον Σταυρό και του είπε "Πάρε αυτόν τον Σταυρό και να γυρίσεις σ’ όλο το χωριό, να φωνάξεις: Αυτή είναι η πίστη μας! Πάρε κι αυτό το εικόνισμα κι έλα να σκάψεις σ’ αυτό το μέρος που στέκομαι, κάτω από τις πλάκες". Ήταν μια μικρή εικόνα του Χρίστου που έμοιαζε με σφραγίδα.

Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε και συλλογιζόταν "Να το πω; Να μην το πω; Μη τυχόν, σκάβοντας, δεν βρουν τίποτε και με κοροϊδεύουν". Αποφάσισε να μην πει σε κανέναν τίποτε. Την ίδια νύχτα όμως, εμφανίσθηκε ξανά στον ύπνο του η αγία Ειρήνη και τον διαβεβαίωσε "Μην το σκέφτεσαι καθόλου, Κώστα. Στο σημείο που σου έδειξα, εκεί είναι το εικόνισμα".

Την άλλη μέρα ήρθε στο χωριό και τα διηγήθηκε στη γυναίκα του προσθέτοντας "Τόσο ζωντανό ήταν αυτό το όνειρο, ώστε, αν δεν βρεθή τίποτε, δεν θα ξαναπιστέψω ποτέ δικό μου όνειρο". Την επομένη ανέβηκε στις Καρυές και είπε τι είχε δεί στον Άγγελο Ράλλη και σε όσους άλλους βρίσκονταν εκεί. Δεν τον πίστεψαν. "Βρε Κανέλο, του λέει ένας εργάτης, μια φορά είδες τους Αγίους· κάθε μέρα θα τους βλέπεις;". Στην επιμονή του όμως αποφάσισε ο Ράλλης να πάνε μαζί στη Μητρόπολη, θα χρειαζόταν να μεσολαβήσει ο Μητροπολίτης γιά να δοθή η άδεια ανασκαφής σ’ εκείνο το σημείο, επειδή αναγκαστικά έπρεπε να "ξηλώσουν" μέρος του δαπέδου της αρχαίας Εκκλησίας, πράγμα που τους το είχε απαγορεύσει κατηγορηματικά ο αρχαιολόγος. Ο Δεσπότης άκουσε προσεκτικά όσα του είπε ο Κανέλλος και έδωσε εντολή να βγάλουν τέσσερις μόνο πλάκες και με μεγάλη προσοχή, γιά να μην σπάσουν.

Ήταν 1 Αυγούστου 1961, ημέρα Τρίτη. Πολύς κόσμος ανέβηκε στις Καρυές. Ο π. Ευθύμιος από το πρωί είχε αρχίσει την Ακολουθία στο προσωρινό Εκκλησάκι. Οι εργάτες έβγαλαν τις πλάκες, κομματιασμένες δυστυχώς, και άρχισαν προσεκτικά την ανασκαφή. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά, όταν ξεχώρισε ένας σβώλος χώμα, και μέσα κάτι έλαμπε. Ο Τσολάκης το πήρε στα χέρια του νομίζοντας ότι ήταν σπασμένο καντήλι, αλλά, καθαρίζοντας τα χώματα, είδε ότι ήταν μια μικρή στρογγυλή εικόνα του Χριστού ανάγλυφη.

Μαζί με αυτήν βρέθηκαν και μερικά κομμάτια από ξύλο εικόνας και λίγα φύλλα, μάλλον από Ευαγγέλιο η άλλο λειτουργικό βιβλίο, τα οποία όμως θρυμματίσθηκαν με το πρώτο φύσημα του αέρα. Φώναξαν τον π. Ευθύμιο, ο οποίος συγκινημένος σταμάτησε την Ακολουθία, πήρε το εικόνισμα και το τοποθέτησε πάνω στην αγία Τράπεζα. Έδωσε αμέσως εντολή να χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες στο χωριό και να ειδοποιήσουν τον Πρωτοσύγκελλο. Πολύς κόσμος πληροφορήθηκε το γεγονός και ανέβηκε γιά να προσκυνήσει το εικόνισμα.

Ανάμεσα τους και μια Παμφιλιώτισσα, η Εύστρατία Μιχέλλη. Είχε δεί αποβραδίς να κατεβαίνει από τον ουρανό ο Δεσπότης Χριστός και να στέκεται στο ιερό της αρχαίας Εκκλησίας των Καρυών τον περιέβαλλαν άγγελοι και στο πλάι Του ο άγιος Ραφαήλ κρατούσε ένα αναμμένο τρικέρι. Ήρθε λοιπόν πρωί πρωί στη Θερμή και το διηγήθηκε σε γνωστούς της με την βεβαιότητα ότι κάτι σπουδαίο θα συνέβαινε στις Καρυές. Όταν άκουσε την καμπάνα και έμαθε γιά την ανεύρεση του εικονίσματος, κλαίγοντας από συγκίνηση ανέβηκε ξυπόλυτη στις Καρυές και το προσκύνησε.

Σε λίγη ώρα έφθασε και ο Πρωτοσύγκελλος. Έπλυνε το μικρό εικόνισμα με το άγιασμα και είπε σε όλους ότι επρόκειτο γιά ένα ασημένιο εγκόλπιο που απεικόνιζε τον Παντοκράτορα Χριστό με το Ευαγγέλιο στο χέρι.

[.......................................]

 

Η μυσταγωγία των Αγίων

Το ίδιο βράδυ μετά την εύρεση, αγρύπνησαν στις Καρυές ο Δούκας Τσολάκης, ο Θεοχάρης Κυριλής, ο Νικόλαος Φύκιας, ο Ευστράτιος Πλιάκας, ο Ζαχαρίας Παφλιώτης, η Βιργινία Αδάμ, η Μαρία Κουνέλη, η εγγονή της Αγγελική Κουνέλη και η Μαρία Τσολάκη με τα παιδιά της Μένη, Παναγιώτη, Δημήτρη και Μανώλη. Είχαν αποφασίσει να μείνουν μέχρι το Δεκαπενταύγουστο εκεί πάνω, να "δεκαπεντίσουν" όπως λένε στη Λέσβο, τιμώντας την Παναγία, θα ήταν 9 το βράδυ, όταν ο Κυριλής μαζί με τον Μανωλάκη βρίσκονταν λίγο πιο πέρα από το Εκκλησάκι. Ξαφνικά το παιδί λέει στον Κυριλή "Γιά δες δύο παπάδες που ήρθαν".

Ήταν πραγματικά δύο κληρικοί, ένας μεγαλόσωμος και ένας κοντός. Από αμηχανία ο Κυριλής φώναξε τη μητέρα του μικρού, τη Μαρία. Εκείνη ανυποψίαστη πλησίασε, έφθασε μπροστά στο Εκκλησάκι και, μόλις τους είδε, αναγνώρισε ότι ήταν οι Άγιοι και άρχισε να φωνάζει "Τρέξτε! Οι Άγιοι! Οι Άγιοι!". Πλησίασαν όλοι σε απόσταση δέκα μέτρων, γονάτισαν με δάκρυα και έλεγαν ό,τι προσευχή ήξεραν. Τότε είδαν πάλι ένα ύπερκόσμιο φως, μέσα στη λάμψη του οποίου διακρίνονταν καθαρά τα πάντα. Οι Άγιοι μπήκαν στο Εκκλησάκι και μονομιάς εμφανίσθηκαν με άμφια.

Ο άγιος Ραφαήλ φορούσε λευκό φαιλόνιο με θαλασσί σειρήτια και σταυρό και μπλε επιτραχήλιο, κι ο άγιος Νικόλαος φορούσε θαλασσί διακονική στολή με χρυσαφί σειρήτια. Κάποια στιγμή, ο άγιος Νικόλαος βγήκε και θύμιασε, βαστώντας στον αριστερό του ώμο μια μικρή εκκλησία. Μετά, φαινόταν μόνο ο άγιος Ραφαήλ. Έβγαινε έξω, σκύβοντας μάλιστα γιά να περάσει από τη χαμηλή είσοδο· ευλογούσε, έκανε υπόκλιση κι έπειτα έμπαινε πάλι μέσα και στεκόταν μπροστά στις λειψανοθήκες, όπου είχαν τοποθετήσει το εγκόλπιο του Παντοκράτορος. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ανοιχτό ένα λειτουργικό βιβλίο. Γύρω στα μεσάνυχτα χάθηκαν οι Άγιοι.

Διαπίστωσαν τότε ότι τα καντήλια είχαν σβήσει, και ο Τσολάκης μαζί με τον Πλιάκα και τον Κυριλή πήγαν και τα άναψαν. Ύστερα όλοι προχώρησαν πιο πέρα σε κάτι πρόχειρες σκηνές που είχαν στήσει γιά να μένουν εκείνες τις μέρες. Καθώς πήγαιναν, η Μαρία Τσολάκη και ο Πλιάκας άκουσαν βήματα και είδαν λίγο πιο μακριά δύο σκιές να προχωρούν προς την Εκκλησία. Φώναξαν τότε στον Δούκα που είχε μείνει πιο πίσω, κι εκείνος στρέφοντας το βλέμμα του βλέπει ξανά τους δύο Αγίους και μαζί την αγία Ειρήνη. "Παιδιά, τους φωνάζει, ελάτε από κοντά να δείτε που ήρθε και η Ρηνούλα". Ξαναγύρισαν όλοι και βλέπουν την Αγία έξω από το Εκκλησάκι.

Η μορφή της έλαμπε και φαίνονταν ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά της. Το πρόσωπο της ήταν κατάλευκο με λίγες φακίδες, τα μαλιά της χωρίστρα στη μέση, κατέληγαν σε δύο ξανθές πλεξούδες ριγμένες μπροστά. Φορούσε ένα μακρύ κίτρινο φόρεμα, που έφθανε έως κάτω. Σήκωνε τα χέρια και προσευχόταν, μετά έκανε τον σταυρό της, τα σταύρωνε στο στήθος, γονάτιζε και τους κοίταζε κατάματα ένανεναν. Οι άλλοι δύο Άγιοι, ιεροφορεμένοι όπως και πρίν, συνέχισαν την Ακολουθία. Ο άγιος Νικόλαος με το ένα χέρι βαστούσε τρικέρι και με το άλλο την άκρη από το ωράριο.

Ο άγιος Ραφαήλ έβγαινε και θυμίαζε, άλλοτε ευλογούσε κι άλλοτε πάλι ύψωνε τα χέρια και το βλέμμα του στον ουρανό, έκανε υπόκλιση και έμπαινε μέσα στο Εκκλησάκι. Τις δύο-τρείς φορές που βγήκε έξω, πλησίαζε κοντά του η Αγία προσευχόμενη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς να μπαίνει μέσα στο Εκκλησάκι. Γύρω στις τρεις το πρωί, εμφανίσθηκε ένα πλήθος μοναχών. Ο άγιος Ραφαήλ μπροστά θυμιάζοντας και οι μοναχοί από πίσω σε δύο σειρές, έκαναν τρείς φορές λιτανεία γύρω από το Εκκλησάκι κι έπειτα όλοι χάθηκαν μέσα στα ερείπια.

[.......................................]

 

Κι άλλο μαρτυρικό λείψανο

Ενώ όλοι πίστευαν ότι η αποκάλυψη της ιστορίας του λόφου των Καρυών είχε ολοκληρωθή και νέα περίοδος άρχιζε γι’ αυτόν τον τόπο με τις προετοιμασίες γιά την θεμελίωση της Εκκλησίας, από την αρχή κυρίως του 1962 γίνονται νέες αποκαλύψεις που επισφραγίζονται αργότερα με νέα ευρήματα.

Στα μέσα Ιανουαρίου 1962, ο εφημέριος των Πύργων π. Παχώμιος είδε στον ύπνο του πως βρέθηκε στο Ναό της Παναγίας της Τρουλωτής και είδε να μπαίνουν η αγία Ειρήνη και μια νέα στην ηλικία μοναχή με ένα σταυρό κρεμασμένο στο στήθος. "Έρχομαι από τις Καρυές και το όνομα μου είναι Ολυμπία" του είπε. Ξύπνησε και αναρωτιόταν τι γύρευε η μοναχή στις Καρυές, αφού το Μοναστήρι ήταν ανδρικό.

Μια μέρα που συναντήθηκε με τη Βασιλική Ράλλη, της μίλησε γι’ αυτό το ανεξήγητο όνειρο. Τότε του είπε κι εκείνη ένα όνειρο που είχε δεί τον Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Είδε ένα κοριτσάκι που έμοιαζε στην αγία Ειρήνη, το όποίο της αποκάλυψε την ιστορία του άρχαίου Μοναστηριού. "Το Μοναστήρι των Καρυών όταν πρωτοκτίσθηκε, ήταν γυναικεία Μονή. Μια νύχτα όμως, έκαναν επιδρομή κακούργοι αλλόφυλοι και κακοποίησαν τις μοναχές. Άλλες έσφαξαν, γιατί αντιστάθηκαν, και άλλες τρελάθηκαν από την απελπισία τους και πήραν τα βουνά. Μετά απ’ αυτό, δεν τόλμησαν πια να ξαναμείνουν γυναίκες στο Μοναστήρι, κι έγινε ανδρική Μονή".

Ένα μήνα αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου 1962, ο Ζαχαρίας Παφλιώτης είδε στον ύπνο του τον άγιο Ραφαήλ, ο οποίος τον κάλεσε να ανεβή μαζί του στις Καρυές. Όταν έφθασαν, αντίκρισε ένα άγνωστο Μοναστήρι με μεγάλη είσοδο, μια βυζαντινή Εκκλησία στο μέσον και δεκαοκτώ κελλιά. "Όπως το βλέπεις, έτσι θέλω να κτισθή" του είπε ο Άγιος και τον οδήγησε στο τελευταίο κελλί, όπου καθόταν μιά μοναχή, νέα στην ηλικία. "Προχώρησε τώρα να σου μιλήσει κι εκείνη" του είπε ο Άγιος και χάθηκε. "Παιδί μου, ονομάζομαι Ολυμπία μοναχή, και μιά μέρα θα σου πω όλη μου την ιστορία". Μ’ αυτά τα λόγια έβγαλε τον επιστήθιο σταυρό της, του τον φόρεσε και συνέχισε· "Αυτός ο σταυρός σώζεται και μια μέρα θα βρεθή". Πίσω από τον σταυρό ήταν γραμμένο το όνομα της.

Ο Παφλιώτης άρχισε να νηστεύει και να προσεύχεται γιά να αξιωθή να μάθει την ιστορία της Μοναχής, όπως του το είχε υποσχεθή. Στις 16 Φεβρουαρίου ξημερώματα ξαναπαρουσιάσθηκε στον ύπνο του. "Παιδί μου, του είπε, ήρθε η ώρα να μάθεις την Ιστορία μου. Είμαι η Ολυμπία η μοναχή. Κατάγομαι από την Πελοπόννησο και δέκα χρονών έχασα τους γονείς μου. ^Ηρθα τότε στο Μοναστήρι των Καρυών, που ήταν γυναικείο, με ηγουμένη τη θεία μου Δωροθέα. Στα δεκαεννιά μου χρόνια έλαβα το μοναχικό σχήμα και εικοσιπέντε χρονών έγινα ηγουμένη.

Στίς 11 Μαίου 1235 ανέβηκαν στο Μοναστήρι μας κακούργοι πειρατές. Είμασταν τότε τριάντα μοναχές. Οι πειρατές άλλες ατίμασαν, ενώ άλλες πρόλαβαν και έφυγαν στα βουνά. Εγώ όμως με την αδελφή Ευφροσύνη υποφέραμε τα πιό πολλά μαρτύρια. Εγώ έμεινα σαν ηγουμένη, κι εκείνη, επειδή ήταν πολύ γριά και δεν μπορούσε να περπατήσει. Την κρέμασαν σ’ ένα δέντρο και την έκαψαν, την έκαναν στάχτη. Εμένα με αναμμένες λαμπάδες μου έκαιγαν τις σάρκες. Έπειτα πύρωσαν μια σιδερένια βέργα, την έβαλαν από το ένα μου αφτί και την έβγαλαν από το άλλο. Δεν μπόρεσα να αντέξω άλλα μαρτύρια και παρέδωσα το πνεύμα μου στον Κύριο στις 11 Μαίου 1235".

Ο Παφλιώτης είχε μια αμφιβολία γιά τη χρονολογία και νόμιζε πως του είπε 1435. Ξαναείδε όμως στον ύπνο του την μοναχή Όλυμπία, η οποία του υπέδειξε· "Θα χρησιμοποιείς τα δάκτυλα του χεριού σου. Ένα, δύο, τρία, θα αφαιρείς το τέσσερα, πέντε".

Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να δοθή συνέχεια σ’ αυτές τις αποκαλύψεις. Τον Ιούλιο του 1962 ο Κώστας Κανέλλος είδε στον ύπνο του πως βρέθηκε στις Καρυές και από το πρόχειρο Εκκλησάκι ακουγόταν ψαλμωδία. Εκείνος όμως προχώρησε γιά να προσευχηθή μέσα στα ερείπια της αρχαίας Εκκλησίας. Είδε τότε από τα δεξιά μια μοναχή ξαπλωμένη κάτω, με κλειστά τα μάτια και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ο Κανέλλος γονάτισε και προσπάθησε να την ανασηκώσει. Αμέσως εκείνη άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε χαμογελαστή κι έπειτα σηκώθηκε όρθια και του είπε "Τι θέλεις, Κώστα, να σου κάνω γιά το καλό που μου έκανες;" "Δεν θέλω τίποτε. Μόνο δείξε μου, σε παρακαλώ, που είναι η εικόνα της Παναγίας" της αποκρίθηκε. "Να, εδώ θέλω να σκάψετε, Κώστα" του είπε η μοναχή δείχνοντας του ένα σημείο προς την δεξιά αψίδα του Ιερού.

Διηγήθηκε το όνειρο του, αλλά βρέθηκαν σε δίλημμα· αν έσκαβαν σ’ εκείνο το σημείο, θα έπρεπε να χαλάσουν το δάπεδο της αρχαίας Εκκλησίας. Τελικά όμως αναγκάσθηκαν να το χαλάσουν, γιατί έπρεπε να υποστυλωθή σε στερεό έδαφος η Εκκλησία που επρόκειτο να θεμελιωθή. Με την ευκαιρία αυτή αποφάσισαν να σκάψουν και εκεί. Όταν τέλη Αυγούστου 1962. Το σκάψιμο το ανέλαβαν ο Κανέλλος, ο Δούκας Τσολάκης και ο Απόστολος Βέτσος. Σε βάθος πολύ πιο μεγάλο από εκείνο όπου είχαν βρεθή τα μνήματα των νεοφανών Μαρτύρων, βρέθηκε νέος τάφος.

Μόλις τον άνοιξαν, την έκπληξη τους την διαδέχθηκε τρόμος. Ανάμεσα στα οστά υπήρχαν κάτι μεγάλα καρφιά σκουριασμένα με μεγάλες κεφαλές, παλιάς εποχής. Συλλέγοντας τα μισολυωμένα λείψανα, μέτρησαν τριανταπέντε καρφιά. Το κρανίο ήταν γεμάτο χώματα και ριζίδια. Μόλις επιχείρησαν να το καθαρίσουν, με φρίκη διαπίστωσαν ότι στο μέρος των κροτάφων ήταν καρφωμένα δύο μεγαλύτερα καρφιά. Άλλο ένα ήταν καρφωμένο από τη μεριά της κάτω σιαγόνος. Βγάζοντας τα, θρυμματίσθηκε το κρανίο.

Την ίδια νύχτα η Θερμιώτισσα Ανθούλα Αλατερού είδε στον ύπνο της ότι πήγε στο Εκκλησάκι των Καρυών, κι εκεί μερικές μοναχές έψαλλαν την Παράκληση της Παναγίας. Έπειτα, άρχισαν να πλένουν με πολύ σεβασμό τα ευρεθέντα λείψανα και τα καρφιά σε μια λεκάνη με νερό από το Αγίασμα. Η Ανθούλα πλησίασε και ζήτησε να βοηθήσει. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας μεγαλόσωμος κληρικός με επιβλητικό παρουσιαστικό. Οι μοναχές στάθηκαν με σεβασμό και είπαν σιγανά μεταξύ τους "Ο άγιος Ραφαήλ".

Ο Άγιος πήρε στα χέρια του το θρυμματισμένο κρανίο, συναρμολόγησε τα κομμάτια και τα συγκράτησε με μια ταινία. Ύστερα έβγαλε μια γιρλάντα από το ράσο του, την έβαλε σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι και το κοίταξε με ιδιαίτερη συγκίνηση. "Άγιε Ραφαήλ, τίνος είναι τα αγιασμένα οστά;" ρώτησε η Αλατερού. "Είναι της Ολυμπίας τα λείψανα, που βρέθηκαν με τα καρφιά" της απάντησε.

Τα λείψανα της Αγίας τα έπλυναν η Βασιλική Ράλλη με τη Μαρία Δουργκούνα και τα έβαλαν μαζί με τα καρφιά σε ένα κιβώτιο. Τη νύχτα η Βασιλική είδε στο όνειρο της την Οσιομάρτυρα, νέα μετρίου αναστήματος, με χλωμό πρόσωπο, και της είπε με βουρκωμένα μάτια "Δικά μου είναι τα οστά που πλύνατε με την Μαρία. Κι αν ήξερες τι σφαγή και τι μαρτύρια τραβήξαμε εδώ πάνω, θα σπάραζε η καρδιά σου!"

Η Μυρσίνη Δουργκούνα είδε σε ενύπνιο την Παναγία δίπλα στο πιθάρι της αγίας Ειρήνης και της είπε: "Μην αμφιβάλλετε ότι ο τάφος με τα καρφιά είναι της μάρτυρος Ολυμπίας. Άκουσε πως έγινε το μαρτύριο της. Αφού την βασάνισαν πολύ οι πειρατές, την κάρφωσαν πάνω σε ένα θυρόφυλλο από την πόρτα του αρχαίου Μοναστηριού. Όταν την έθαψαν οι χριστιανοί, δεν την ξεκάρφωσαν από το σανίδι, γιά να μην κομματιασθή το σώμα της. Έλυωσε το σανίδι και έμειναν τα καρφιά· γι’ αυτό βρέθηκαν ανακατωμένα με τα οστά της".

Εκείνες τις μέρες ξαναείδε την Αγία στον ύπνο του ο Ζαχαρίας Παφλιώτης. "Ζαχαρία, του είπε, θα σου συμπληρώσω την ιστορία μου. Η καταγωγή της μητέρας μου ήταν από την Πόλη. Ήταν κόρη ιερέως. Είχε κι άλλες τρείς αδελφές κι ένα αδελφό, που έγινε αρχιμανδρίτης. Η μια της αδελφή, η Δωροθέα, με την κατήχηση του παππού μου έγινε μοναχή και πήγε στο Μοναστήρι των Καρυών, όπου έγινε ηγουμένη. Η μητέρα μου και οι άλλες δύο αδελφές της παντρεύτηκαν. Ο πατέρας μου έγινε ιερεύς και έζησαν στην Πελοπόννησο, όπου και γεννήθηκα. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, από τη λύπη της πέθανε και η μητέρα μου, κι έμεινα ολομόναχη ορφανή. Τότε με έστειλαν στις Καρυές, στη θεία μου τη Δωροθέα. Μετά το θάνατο της έγινα εγώ ηγουμένη του Μοναστηριού".

[.......................................]