Σάββατο 18 Απριλίου 2015

ΚΗΡΥΓΜΑ Κυριακη του Αντίπασχα(Θωμά)


 
Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ εἶ­ναι ἡ και­νὴ καὶ πρώ­τη ὅ­λων τῶν ἡ­με­ρῶν ἡ­μέ­ρα. Εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ ὁ θε­ό­πτης Μω­υ­σῆς ὀ­νό­μα­σε ὄ­χι «πρώ­τη» ἀλ­λά «μί­α», ὡς ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νη πά­νω ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες ἡ­μέ­ρες καὶ ὡς προ­οί­μι­ο τῆς μί­ας καὶ ἀ­νέ­σπε­ρης ἡ­μέ­ρας τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος. Τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς ἐ­πι­συ­νέ­βη ἡ δε­σπο­τι­κὴ ἀ­νά­στα­ση, μὲ τὸν Κύ­ρι­ο νὰ γί­νε­ται ἡ ἀ­παρ­χὴ τῶν κεκοι­μη­μέ­νων καὶ πρω­τό­το­κος τῶν νε­κρῶν. Ὅ­σο ὑ­πε­ρέ­χουν ἡ τε­λει­ό­της καὶ ἡ ἀ­λή­θει­α ἀ­πὸ τὸν τύ­πο καὶ τὴ σκι­ά, γρά­φει ὁ ἅγιος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, τό­ση ὑ­πε­ρο­χὴ καὶ ἱ­ε­ρό­τη­τα ἔ­χει ἡ Κυ­ρι­α­κή. Ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἡ ἱερότητα ὀφείλονται ἀκριβῶς στὸ ὅτι τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ἀνάσταση τοῦ Κυρίου προμηνύει τὴν κοι­νὴ ἀ­νάσταση καὶ τὴν τε­λεί­α εἴσοδο τῶν ἀνθρώπων στὴ θεί­α κα­τά­παυ­ση, καθὼς καὶ τὴν ἀ­να­στοι­χεί­ω­ση ὅ­λου τοῦ κό­σμου.


 Δι­δά­σκον­τάς μας ὁ Κύ­ρι­ος νὰ ἑ­ορ­τά­ζουμε ἐμ­πρά­κτως τὴν Κυ­ρι­α­κὴ ἐμ­φα­νί­σθη­κε τὴν ἡ­μέ­ρα αὐτή -με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ δύ­ο φο­ρές- στοὺς μα­θη­τές του, τοῦ Θω­μᾶ ἀ­πόν­τος τὴν πρώ­τη φο­ρά, ὅ­ταν αὐ­τοὶ βρί­σκον­ταν κλει­σμέ­νοι σὲ οἰ­κί­α «δι­ὰ τὸν φό­βον τῶν Ἰ­ου­δαί­ων». Μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­σή του, τοὺς πα­ρου­σί­α­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ζων­τα­νό, τοὺς προ­σέ­φε­ρε τὴν ὑ­περ­κό­σμι­ο εἰ­ρή­νη καὶ δι­ὰ τοῦ ἐμ­φυ­σή­μα­τος τοὺς ἔ­δω­σε τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὥ­στε νὰ δέ­νουν καὶ νὰ λύ­νουν τὶς ἁ­μαρ­τί­ες: «λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον», τοὺς εἶ­πε, «ἄν τι­νων ἀ­φῆ­τε τὰς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ἄν τι­νων κρα­τῆ­τε, κε­κρά­την­ται».

 Αὐ­τὴ λοι­πὸν τὴ δύ­να­μη καὶ χά­ρη πα­ρέ­σχε ὁ Κύ­ρι­ος, ἐμ­φα­νι­σθεὶς στοὺς μα­θη­τές του ἡ­μέ­ρα Κυ­ρι­α­κή· με­τὰ ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες, δη­λα­δὴ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς, ἔρ­χε­ται πά­λι στὴν ἴ­δια οἰ­κί­α, χαι­ρε­τῶν­τας μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο: «καὶ εἶ­πεν˙ εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν», ὥ­στε νὰ ὁ­δη­γή­σει καὶ τὸν δι­στα­κτι­κὸ καὶ δύ­σπι­στο Θω­μᾶ πρὸς τὴν πί­στη. Ὁ Χρι­στὸς εἰ­σῆλ­θε ἐν­τὸς τοῦ χώ­ρου ποὺ βρι­σκόν­του­σαν οἱ μα­θη­τές «τῶν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων». Αὐ­τὸ γιὰ τὸ ἀ­να­στη­μέ­νο σῶ­μα δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου πα­ρά­ξε­νο, ἀ­φοῦ με­τὰ τὴν ἀ­νά­στα­ση τὸ πα­θη­τὸ καὶ θνη­τὸ κα­τέ­στη πνευ­μα­τι­κὸ καὶ ἀ­θά­να­το.

 Ἀ­πο­δει­κνύ­ει λοι­πὸν ὁ Κύ­ρι­ος καὶ στὸν Θω­μᾶ, τό­σο μὲ τὴ θαυ­μα­στὴ εἴ­σο­δό του στὴν οἰ­κί­α, ὅ­σο καὶ μὲ τὴν ἐ­πί­δει­ξη τῶν ση­μα­διῶν ἀ­πὸ τὶς πλη­γές του, τὴν ἀ­λή­θει­α καὶ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἀ­νά­στα­σής του. Ἀ­φοῦ στρά­φη­κε στὸν Θω­μᾶ τοῦ εἶ­πε: «Θω­μᾶ, φέ­ρε τὸν δά­χτυ­λό σου ἐ­δῶ στὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν μου, δὲς τὰ χέ­ρια μου, βά­λε τὸ χέ­ρι σου στὴν πλευ­ρά μου, καὶ μὴν ἀ­φή­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ ἀ­πι­στί­α, ἀλ­λὰ γί­νου πι­στός». 
Καὶ ὁ Θω­μᾶς τό­τε, ἀ­να­φω­νεῖ: «Ὁ Κύ­ρι­ός μου καὶ ὁ Θε­ός μου». Ὁ δὲ Κύ­ρι­ος εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν, «πί­στευ­σες ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες. Μα­κά­ρι­οι ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ πί­στευ­σαν χω­ρὶς νὰ δοῦν», δει­κνύ­ον­τας ὅ­τι οἱ αὐ­τό­πτες, δη­λα­δὴ ὁ κύ­κλος τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ μα­θη­τῶν, δὲν ἔ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρα δι­και­ώ­μα­τα στὴ δό­ξα τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποὺ ὁ­δη­γοῦν­ται δι᾽ αὐ­τῶν καὶ ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν πρὸς τὸν ἀ­να­στάν­τα Κύ­ρι­ο πί­στη.

 Ὅ­πως βλέ­που­με, καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­ταν οἱ μα­θη­τὲς ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι καὶ ἐμ­φα­νί­στη­κε ὁ Κύ­ρι­ος, ἦ­ταν Κυ­ρι­α­κή. Τὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς εἰ­κο­νί­ζει καὶ δι­αι­ω­νί­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μὲ τὸ νὰ ἐ­πι­τε­λεῖ κα­τὰ Κυ­ρι­α­κὴ ἡ­μέ­ρα τὶς ἱ­ε­ρὲς συ­νά­ξεις, ὅ­που ἱ­ε­ρουρ­γεῖ­ται τὸ σῶ­μα καὶ τὸ αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ κη­ρύτ­τε­ται ὁ λό­γος του
Κανένας λοι­πὸν ἂς μὴν ἀ­που­σι­ά­ζει ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἱ­ε­ρὲς συ­νά­ξεις εἴ­τε ἀ­πὸ ρα­θυ­μί­α εἴ­τε ἀ­πὸ τὴ συ­νε­χῆ ἐ­να­σχό­λη­ση μὲ τὰ γή­ι­να, γιὰ νὰ μὴν κα­τα­λή­ξει στὴ δυ­σπι­στί­α τοῦ Θω­μᾶ. Ἀ­κό­μη καὶ ἂν ἐ­ξαι­τί­ας ὑ­περ­βο­λι­κῶν φρον­τί­δων καὶ με­ρι­μνῶν ἀ­που­σι­ά­σει μί­α φο­ρά, νὰ ἔρ­θει τὴν ἑ­πό­με­νη Κυ­ρι­α­κὴ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ νὰ δε­χθεῖ τὴν ἴ­α­ση, ὅ­πως ὁ ἀ­πό­στο­λος Θω­μᾶς. 
Πράγ­μα­τι, ὅ­ταν ὁ Θω­μᾶς ἦ­ταν ἀ­πών, κα­τήν­τη­σε νὰ ἀμ­φι­σβη­τεῖ τὰ λό­γι­α τῶν ἄλ­λων μα­θη­τῶν γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὅ­ταν ὅ­μως ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους δὲν ἀ­στό­χη­σε κα­θό­λου στὴν πί­στη.

 Ἑ­πο­μέ­νως, ἂς συ­να­θροι­ζόμα­στε τὴν Κυ­ρι­α­κὴ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ˙ κά­θε πραγ­μα­τι­κὰ εὐ­λα­βὴς πα­ρευ­ρί­σκε­ται καὶ πα­ρα­μέ­νει σ᾽ αὐ­τὴ χω­ρὶς ἀ­που­σί­ες. Καὶ ὅ­ταν βρι­σκό­μα­στε σὲ αὐ­τὴ ἂς πα­ρα­τη­ροῦ­με τοὺς εὐ­λα­βέ­στε­ρους, τοὺς ὁ­ποί­ους μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­κρί­νου­με ἀ­πὸ τὴ στά­ση τους, τὴ σι­ω­πὴ καὶ τὴν προ­σο­χή, καὶ ἂς προ­σπα­θοῦ­με νὰ μι­μη­θοῦ­με τὴ δι­α­γω­γή τους.
 Μὲ τὴν πα­ρου­σί­α μας στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν προ­σο­χή μας κα­τὰ τὴν ἱ­ε­ρουρ­γί­α θὰ ἑλ­κύ­σου­με τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ὁδηγηθοῦμε στὴ βί­ω­ση τῆς βα­σι­λεί­ας του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου